Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

Η Κοίμηση της Θεοτόκου – Μετάβαση προς την Ζωή

Του Καθηγουμένου Της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Αρχιμ. Εφραίμ
Κάθε φορά που εορτάζουμε την Κοίμηση της Θεοτόκου είναι σαν να έχουμε Πάσχα· το Πάσχα του καλοκαιριού. Πάσχα μάς ετοιμάζει η Κυρία Θεοτόκος. Διάβαση ένδοξη «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Δεύτερο Πάσχα, άγιο, άμωμο, ζωοποιό για το ανθρώπινο γένος, γιατί πράγματι σήμερα «νενίκηνται της φύσεως οι όροι».
«Πώς η πηγή της ζωής πηγαίνει προς την ζωή περνώντας από τον θάνατο!», αναφωνεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο θάνατος της «ζωαρχικής Μητρός» του Κυρίου υπερβαίνει την έννοια του θανάτου, ώστε δεν ονομάζεται κάν θάνατος, αλλά «κοίμησις» και «θεία μετάστασις» και εκδημία ή ενδημία προς τον Κύριο. Και αν ακόμη λεχθεί θάνατος, όμως είναι θάνατος ζωηφόρος, αφού μεταβιβάζει σε ουράνια και αθάνατη ζωή.
Η μετάσταση της Θεοτόκου ως ένα γεγονός αναμφισβήτητο, που διασώθηκε από την ιερά Παράδοση, έχει ενσωματωθεί στην διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δεν έχει σχέση με τις ευσεβιστικές δοξασίες των Δυτικών περί ασπόρου συλλήψεως και άνευ θανάτου ζωής της Θεοτόκου.
Η Παρθένος ήταν εκείνο το ιδιαίτερο δημιούργημα του Θεού που υπερέβη όλους τους ανθρώπους και αγγέλους. Αυτή μόνη από τους ανθρώπους έζησε βίο πανάμωμο, και το ακατάληπτο για όλα τα λογικά όντα, κατέστη Μητέρα του Θεού. Επειδή δεν είχε ποτέ αμαρτήσει, δεν υποχώρησε σε κάποιο φιλήδονο λογισμό δικαίως και δεν έζησε επί της γής με οδύνες της σαρκός, με ασθένειες. Αν και είχε σώμα ζωαρχικό εν τούτοις ως άνθρωπος υπέρχεται στην ασθένεια του θανάτου και πεθαίνει. Χωρίς όμως να χωρισθεί η ψυχή και το σώμα Της από τον Θεό· λύνεται προσωρινά ο σύνδεσμος που τα ενώνει μεταξύ τους, όπως είχε γίνει και με τον Χριστό. Μετά τον θάνατο η ψυχή Της ενώνεται αμέσως με τον Χριστό. Διότι ο Κύριος κατά την ώρα της Κοιμήσεως της Μητέρας Του συνοδευόμενος από τα υπερκόσμια τάγματα των αγγέλων και αγίων παίρνει την ιερά ψυχή Της όχι απλώς στον ουρανό, αλλά «έως αυτού του βασιλικού θρόνου Του, εις τα επουράνια Άγια των Αγίων», όπως αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ενώ το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα της Παναγίας μετά από τρεις ημέρες μετατίθεται στους υπερουρανίους χώρους, άφθαρτο, προς τον Μονογενή και αγαπημένο Υιό Της. Δηλαδή μπορούμε να μιλήσουμε και για εν σώματι ανάσταση της Θεοτόκου. Ανάσταση όμως που δεν ενεργήθηκε από την ίδια, αλλά από τον Υιό και Θεό Της.
Μάρτυρας αυτής της αναστάσεως-μεταστάσεως της Θεοτόκου είναι ο απόστολος Θωμάς, ο οποίος δεν παρευρισκόταν στην οσία ταφή Της, αλλά ερχόμενος καθυστερημένος ως συνήθως, μετά από τρεις ημέρες, και μετά από παράκλησή του ανοίγουν οι υπόλοιποι απόστολοι τον τάφο και δεν βρίσκουν το θεοδόξαστο εκείνο σώμα. Βλέπουν όμως την Θεοτόκο να ανεβαίνει στους ουρανούς και να παραδίδει στον απόστολο Θωμά την Τιμία και Αγία Της Ζώνη ως τεκμήριο της μεταστάσεώς Της, κάτι αντίστοιχο που είχε γίνει και με την ψηλάφηση του Κυρίου από τον ίδιο απόστολο.
Το σώμα της Παναγίας –όπως και το σώμα του Υιού Της– δεν υπέστη διαφθορά στον τάφο, δηλαδή δεν αλλοιώθηκε, δεν διαλύθηκε από τα υλικά στοιχεία που το συνέθεταν. Εξάλλου μετά την ανάσταση του Χριστού τα σώματα πολλών αγίων Του δεν διαφθείρονται και γίνονται μερικώς άφθαρτα λείψανα· πόσο μάλλον ήταν λογικό να μην φθαρεί και το «θεοδόχον σκήνωμα» της Μητέρας του Θεού.
Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης λέγει ότι το αδιάφθορο της παρθενίας της Θεοτόκου κατά την γέννηση του Χριστού έχει ως φυσικό επακόλουθο και την μή διαφθορά του σώματός Της κατά την ώρα του θανάτου. «Ο τόκος διέφυγε την φθορά και ο τάφος δεν δέχτηκε την διαφθορά».
Η Παναγία Θεοτόκος μετά την κοίμησή Της καθίσταται η Μητέρα της νέας κτίσεως, της Εκκλησίας του Χριστού. Επειδή Αυτή είχε την κεντρική θέση στην οικονομία της σωτηρίας, αφού από Αυτήν σαρκώθηκε ο Κύριος που είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, έχει τώρα στην επουράνιο Εκκλησία όλο το πλήρωμα της Χάριτος και δόξας και παρρησίας. Έγινε η ευεργέτιδα πάσης της φύσεως και κτίσεως, γι’ αυτό προσκυνείται από όλη την κτίση ως Κυρία και Δέσποινα και Βασίλισσα και Θεομήτορα.
Διά της Θεοτόκου και εξαιτίας Αυτής η ιστορία όλου του κόσμου εισήλθε σε νέα τροχιά, ασύγκριτα μεγαλειωδέστερη και ανώτερη απ’ ό,τι υπήρχε πριν από Αυτήν. Δεν μπορούσε και ούτε μπορεί κάποιο δημιούργημα να γίνει τελειότερο από Αυτήν, ούτε η ίδια μπορούσε να γίνει τελειότερη απ’ ό,τι είναι. Αλλά και σύμφωνα με τους Πατέρες τρία πράγματα δεν μπορούσε να κάνει τελειότερα ο παντοδύναμος Θεός. Την σάρκωση του Θεού Λόγου, την Παρθένο Θεοτόκο και την μακαριότητα που θα απολαμβάνουν οι σεσωσμένοι.
Η Παναγία μετά την ανάσταση του Χριστού ήταν το στήριγμα των αποστόλων και της νεοϊδρυθείσης Εκκλησίας του Χριστού. Αυτή δίδασκε τους νέους χριστιανούς, τους καθοδηγούσε, τους παρηγορούσε στις θλίψεις τους. Στον κατά πλάτος βίο Της διαβάζουμε ότι ο αρχάγγελος Γαβριήλ τρεις ημέρες πριν από την κοίμησή Της, την επισκέπτεται όπως και στον Ευαγγελισμό, και της αναγγέλει την ένδοξη μετάστασή Της από τον θάνατο στην ζωή. Κατόπιν το Άγιο Πνεύμα με τρόπο θαυματουργικό συγκέντρωσε όλους τους αποστόλους στην Γεθσημανή, στον οίκο της Θεοτόκου, για να παραστούν στην οσία ταφή Της και να πάρουν την ευλογία Της. Αφού εγκωμίασαν την υπερύμνητο Μητέρα του Θεού την παρακαλούσαν να τους πεί κάποια τελευταία διδαχή Της ως παρακαταθήκη. Τότε η Θεοτόκος τους λέγει μία παραβολή, στην οποία ο κόσμος τούτος παρομοιάζεται με μία εμποροπανήγυρη και όποιος κάνει την καλή εμπορία, όποιος δηλαδή κάνει την καλύτερη αγορά αυτός είναι και ο πιο κερδισμένος. Και στην συνέχεια τους εξηγεί ότι έτσι είναι και στα πνευματικά. Όποιος τηρήσει με μεγαλύτερο ζήλο και ακρίβεια τις εντολές του Χριστού, αυτός θα πετύχει το μεγαλύτερο κέρδος, θα δοξασθεί περισσότερο στην βασιλεία των ουρανών. Και τους προτρέπει να επιμένουν στον «καλόν αγώνα».
Πράγματι πόσο ευαρεστείται η Παναγία μας όταν βλέπει ότι αγωνιζόμαστε για την σωτηρία μας! Πόσο αναπαύεται! Και η ίδια όμως πόσο αγωνίστηκε επί της γής με αφανή τρόπο –ενώ ως αναμάρτητη δεν όφειλε να το κάνει– το έκανε όμως για να μας αφήσει παράδειγμα τελείας ασκήσεως. Στην Γεθσημανή εκεί που έμενε, μετά την κοίμησή Της, βρήκαν στις πλάκες όπου έκανε μετάνοιες να έχουν σχηματισθεί βαθουλώματα, λακκούβες από την πολλή χρήση και τριβή.
Ας μιμηθούμε και εμείς την άμεση υπακοή Της, την προσφιλή Της ταπείνωση, την μυστική εσωτερική Της πνευματική εργασία, την πυριφλεγή προσευχή Της, την συνεχή νήψη που ασκούσε, τον θείο έρωτά Της, τον πνευματικό πόνο που ως ρομφαία ένιωσε κάτω από τον Σταυρό του Υιού Της.
Σε όσους αγωνίζονται Αυτή γίνεται «υπέρμαχος σύμμαχος», ασχέτως αν πριν ζούσαν ασώτως. Ας θυμηθούμε ότι και για την οσία Μαρία την Αιγυπτία η Θεοτόκος έγινε η «Εγγυήτρια» για την μετάνοιά της. Και αφού η οσία Μαρία αναχώρησε στην έρημο, όπου εκεί αγωνιζόταν με απαράκλητο τρόπο, η ίδια η Παναγία την παρηγορούσε με τις θείες εμφανίσεις Της.
Η Θεοτόκος ως κουροτρόφος των μοναχών είναι και η χορηγός των θείων χαρίτων για τους μοναχούς και ιδιαίτερα για τους Αγιορείτες. Αυτή έδωσε το χάρισμα της νοεράς προσευχής στον άγιο Μάξιμο τον Καυσοκαλύβη, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, αλλά και στον μακάριο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, ο οποίος συνδέεται άμεσα με την συνοδία μας. Και κατά ένα λόγο περισσότερο η σημερινή ημέρα έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς τα πνευματικά εγγόνια του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού, αφού σαν σήμερα, μετά την θεία Λειτουργία, κοιμήθηκε με οσιακό θάνατο το 1959. Αυτός που τόσο αγάπησε την Παναγία μας –τήν γλυκιά του Μανούλα καθώς την αποκαλούσε– ενώ πάμπολλες αντιλήψεις, θείες εμφανίσεις και χαρίσματα έλαβε από Αυτήν. Και πράγματι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό για τους οσίους Αθωνίτες Πατέρες ήταν η Θεοτοκοφιλία τους. Και στο άκουσμα του ονόματός Της δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους, τα προερχόμενα από τον πάναγνο μητροπαρθενικό έρωτα. Μόνο που ακούγεται το όνομά Της η φιλόθεος ψυχή κινείται σε θαυμασμό, σε ευχαριστία και ευγνωμοσύνη. Έτσι και η μνήμη και μόνο της Θεοτόκου, δηλαδή η διανοητική ενασχόληση με το πρόσωπο της Παναγίας, αγιάζει αυτόν που την χρησιμοποιεί. Έλεγε ο μακαριστός π. Αθανάσιος ο Ιβηρίτης ότι η αγάπη προς την Θεοτόκο σώζει τον άνθρωπο και ας μην έχει έργα.
Ο σύγχρονος άνθρωπος θα πρέπει να αξιοποιήσει την μεσιτεία της Θεοτόκου, η οποία είναι σωστική. Σε κάθε θλίψη και πρόβλημά του να μην ξεχνά ότι υπάρχει «η των θλιβομένων βοηθός, η προστάτις, η αντιλήπτωρ, η παραμυθία των ολιγοψυχούντων» στην οποία μπορεί να προστρέχει και να βρίσκει παρηγορία, άμεση λύση και απάντηση. Ευχόμεθα η Κυρία Θεοτόκος, η οποία «μετέστη προς την Ζωήν», να δίδει πάντοτε την ευλογία Της σε όλους μας ώστε να περάσουμε την παρούσα ζωή όσο το δυνατόν αβλαβή και ακίνδυνο από τις πλάνες και μεθοδείες του πονηρού και να μάς αξιώσει της επουρανίου βασιλείας του Υιού Της. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'.

Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

Η Μικρή Παράκληση στην Παναγία

υπεραγια θεοτοκος παρακληση



Η αγάπη, ο σεβασμός και η τιμή των πιστών για το πρόσωπο της Θεοτόκου Μαρίας εκδηλώθηκαν από πολύ νωρίς, από την αρχή της σωτηρίου οικονομίας, όπως λέγουν οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, και είναι τόσο μεγάλη, ώστε αδυνατεί ο ανθρώπινος λόγος να περιγράψει τα αισθήματα αυτά επαρκώς.
Από αυτήν την αγάπη, την τιμή και την ελπίδα στην μεσιτεία της προς τον μέγα και Μόνο Μεσίτη Χριστό και Υιό της, κατά το ανθρώπινον η Εκκλησία καθιέρωσε να τελείτε κατά την περίοδο της νηστείας του Δεκαπενταυγούστου, η ιερή Ακολουθία του Μικρού και του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος εναλλάξ, εκτός των εορτών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Έτσι επ' ευκαιρίας του γεγονότος αυτού καλόν είναι να δούμε και να γνωρίσουμε μερικά πράγματα για το τι είναι κανόνας, και ποιος συνέθεσε τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό κανόνα στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Κανόνας στην εκκλησιαστική υμνογραφία είναι ύμνοι μακροσκελής, αποτελούμενοι από μικρότερες ενότητες, που ονομάζονται Ωδές. Η κάθε ωδή αποτελείτε από τον ειρμό, που είναι η πρώτη στροφή κάθε Ωδής και χρησιμεύει σαν υπόδειγμα στα τροπάρια, που τρέπονται σύμφωνα με τον ήχο του ειρμού και τέλος το εφύμνιο όπου επαναλαμβάνεται σε κάθε τροπάριο «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς».

H Μεγάλη και Μικρή Παράκληση στην Ύπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιο λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι υμνολογικά ποιήματα του δεκάτου τρίτου αιώνα, κληρονομιές της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και της επανασυγκροτηθείσης Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως αντίστοιχα.
Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην ποίηση όσο και στην τελική μορφολογία των δύο κανόνων.
Το σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ο Κανών της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα της Νικαίας Θεοδώρου Β' Δούκα του Λασκάρεως.
Ο τίτλος του δούκα μάς δείχνει ότι συνέθεσε τον Κανόνα πριν την άνοδό του στον θρόνο της Νικαίας τον Νοέμβριο 1254.
Ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρις ήταν προικισμένος υμνογράφος και υπήρξε συνθέτης πολλών Κανόνων και άλλων ύμνων, όμως δοκιμαζόταν από κάποια ασθένεια, η οποία τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τον θρόνο της Νικαίας και να αποσυρθεί στην Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, όπου και εκάρη μοναχός λίγο πριν τον θάνατο του.
Ο Θεόδωρος συνέθεσε τον Κανόνα της Μεγάλης Παρακλήσεως, ενώ ακόμα ήταν δούκας, μάλλον σε κάποια ύφεση της ασθενείας του που διήρκεσε περισσότερο του συνήθους, γεγονός που αποδόθηκε σε θαύμα της Θεοτόκου προς αυτόν.
Ο Κανών γρήγορα διαδόθηκε στις Μονές της Νικαίας και κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε σε ακολουθία από τους μοναχούς των Σωσάνδρων ή των πέριξ Μονών.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου ο Κανών χρησιμοποιείται ήδη με την σημερινή του μορφή ως Παράκλησις σαν Βασιλική Ακολουθία και διαδίδεται σε όλη την Αυτοκρατορία της Νικαίας.
Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου η Μεγάλη Παράκλησις ετελείτο καθημερινώς προς ίασή του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως τού Θεοδώρου, αλλά αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στην μνήμη του Θεοδώρου και κατέστη συνήθεια έκτοτε να ψάλλεται η ακολουθία κάθε Αύγουστο εις μνήμην τού ποιητού της.
Βεβαίως το όνομα της ακολουθίας δεν ήτο ίδιο με το σημερινό της Μεγάλης Παρακλήσεως, αφού δεν υπήρχε ακόμα Μικρή Παράκλησις.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ονομαστή ευθύς εξ αρχής «Παρακλητικός Κανών», αφού αποτελούσε επίκληση προς βοήθεια και παρηγοριά άνωθεν.
Στις 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό του Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων τού 1204.
Η αναίμακτη ανάκτηση της Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως ως θαυματουργή παρέμβαση της Θεοτόκου. Ο Αυτοκράτωρ για να τιμήσει το θαύμα και την Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις τού δεκαπενταύγουστου.
Μεταξύ της 25ης Ιουλίου και 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες γινόντουσαν στην Κωνσταντινούπολη και μεταξύ αυτών ήταν και ο προσφάτως εισαχθείς Παρακλητικός Κανών τού Θεοδώρου Λασκάρεως.
Η νέα Βασιλική Αυλή του Μιχαήλ,, ευρέθη προ διλήμματος. Οι δύο βασιλικές δυναστείες τού Θεοδώρου Λασκάρεως και Μιχαήλ Παλαιολόγου ευρίσκοντο σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ο Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιο τού Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί η Βασιλική Αυλή ακολουθίες που θύμιζαν την δυναστεία τού Θεοδώρου.
Ο άγνωστος μέχρι τότε μοναχός Θεοστήρικτος έδωσε την λύση. Χρησιμοποιώντας τον ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο τού Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα, ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία τού Μικρού Παρακλητικού Κανόνος.
Ο Κανών τού Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί ως πρώτος κανών τού όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων.
Ο Θεοφάνης με την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τον Κανόνα τού Ιωάννου Δαμάσκηνου στην έγερση τού Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανειστή τους ειρμούς της α', γ', ζ και η' ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό.
Έτσι ο Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.
Ο τελευταίος παρέμεινε εις χρήση μόνο κατά την νηστεία του δεκαπενταύγουστου αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος με την μνήμη τού Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε να εναλλάσσεται με τον Μικρό, ο όποιος διεδόθη εξ ίσου ευρέως και χρησιμοποιείτο πλέον καθ' όλη την διάρκεια τού χρόνου (εις πάσαν περίστασιν). Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθη η εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο.
Είναι φυσικό να υποθέσουμε πως αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο τον Μιχαήλ και την λησμόνηση των διαφορών των δύο δυναστειών καθιερώθηκε η εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο ως εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.
Έτσι σήμερα αποδίδουμε τιμή στην πρώτη πρέσβειρα και μεσίτρια, μετά τον Θεάνθρωπο Χριστόν, η Παναγία μας είναι εκείνη, που μπορεί και θέλει να μεταφέρει τις ικεσίες και τις δεήσεις μας στα πόδια του Παμβασιλέως Θεού.
Ας καταφύγουμε λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, με πίστη, με αληθινή ταπείνωση και με αγάπη στην φυσική μας μητέρα και ας την παρακαλούμε καθημερινά, ειλικρινά για τα προβλήματά μας, και εκείνη Πολυεύσπλαχνη, θα μας συμπαραστέκεται στις δύσκολες ώρες και θα μας ελεεί με τη μεγάλη χάρη της. Αμήν..

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Ανακομιδή Τιμίων Λειψάνων Αγίου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου


Η Ανακομιδή των Τιμίων Λειψάνων του Αγίου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου τιμάται από την Εκκλησία μας στις 2 Αυγούστου κάθε έτους.

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας του Χριστού κράτησαν αιώνες. Στη διάρκειά τους εκατομμύρια Πιστών του Χριστού στρατιωτών μαρτύρησαν, ακολουθώντας το παράδειγμα 
του Πρωτομάρτυρα.
Όλη εκείνη τη μακρά χρονική περίοδο τα Αγία Λείψανα του Πρωτομάρτυρα παρέμεναν στον τάφο του. Όταν όμως επικράτησε ειρήνη και η Εκκλησία του Χριστού απολάμβανε 
ελευθερία, δηλαδή μετά τους διωγμούς, ο Θεός επέτρεψε να φανερωθούν αυτά ως πολύτιμος θησαυρός.
Πότε συνέβη αυτό; Άλλοι αναφέρουν ότι η φανέρωσή τους έγινε στον καιρό της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου και άλλοι υποστηρίζουν ότι η εύρεσή τους έγινε 
αργότερα το Δεκέμβριο του 415 μ.Χ.

Ο τόπος που βρισκόταν κρυμμένο το Άγιο Λείψανο του Στεφάνου υποδείχτηκε με όραμα. Τρεις φορές εμφανίστηκε ο Πρωτομάρτυρας σ’ έναν ευσεβή Πρεσβύτερο ονόματι 
Λουκιανό και του έδειξε τον τόπο που ήταν κρυμμένο το Λείψανο του. ο ευλαβής ιερέας ανακοίνωσε αμέσως τις οπτασίες του στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη, ο οποίος 
με χαρά κάλεσε τον κλήρο της πόλεως και όλοι μαζί πήγαν στο σημείο που είχε υποδείξει στον ιερέα, με όραμα, ο Άγιος. Σκάψανε και βρήκανε τα ιερά λείψανά του. το γεγονός 
της εύρεσης τους συνοδεύτηκε με θαυμαστά σημάδια, μ’ εξαίσια ευωδιά, με σεισμό αλλά και με ουράνιες ψαλμωδίες.
Λέγεται ότι απὸ τον ουρανὸ ακούστηκαν αγγελικὲς φωνές, ποὺ έλεγαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Δηλαδή, δόξα ας είναι στο Θεό, στα 
ύψιστα μέρη του ουρανού και στην ταραγμένη απὸ την αμαρτία γη ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη, διότι ο Θεὸς φανέρωσε την ευαρέσκειά Του στους ανθρώπους, με την ενανθρώπιση 
του Υιού Του.

Φανέρωναν, ἔτσι, οἱ ἄγγελοι περίτρανα ὅτι ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος μαρτύρησε γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Αμέσως μετά έγινε η ανακομιδή του Λειψάνου του Αγίου. ο Πατριάρχης, δύο Επίσκοποι, το σύνολο του κλήρου των Ιεροσολύμων και μέγα πλήθος πιστών, με ύμνους και 
θυμιάματα, με σεβασμό και τιμές, εναπόθεσαν το ιερό Λείψανο του Πρωτομάρτυρα σε Ναό των Ιεροσολύμων.
Επί Πουλχερίας, στις 27 Σεπτεμβρίου του 428 μ.Χ. μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το δεξί χέρι του Πρωτομάρτυρα και τοποθετήθηκε, σύμφωνα με μαρτυρία ιστορικών, 
στον ιερό Ναό του αρχιδιακόνου Λαυρεντίου.
Αργότερα, επί Αναστασίου Α (491-518) έγινε η ανακομιδή, Λειψάνου του Αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη.

Σε ιερές Μονές του Αγίου Όρους υπάρχουν τα παρακάτω τμήματα από το ιερό Λείψανο του Πρωτομάρτυρα:
• Τμήμα της αγίας κάρας του, στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος.
• Το δεξιό χέρι του στην Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου. Το Καθολικό της ίδιας Μονής τιμάται στ’ όνομα του Αγίου Στεφάνου.
• Τμήμα χεριού του Πρωτομάρτυρα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα.
• Στα ιερά κειμήλια της Μονής Κωνσταμονίτου συγκαταλέγεται και αρχαία Εικόνα του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Σύμφωνα με την παράδοση την εικόνα αυτή τη φέρανε στο 
Μοναστήρι από τα Ιεροσόλυμα στα χρόνια του Αλεξίου Κομνηνού (1081- 1118). Πρόκειται για εικόνα με θαυμαστή ιστορία. Τον καιρό των Εικονομάχων τη ρίξανε στη φωτιά αλλά 
δεν κάηκε!...

Από την εικόνα αυτή, ζήτησε πριν 150 περίπου χρόνια τη βοήθεια φύλαξης και πολλαπλασιασμού του ποιμνίου του ένας προσκυνητής του Αγίου Όρους που καταγόταν από την 
Ανδριανούπολη. Ο προσκυνητής αυτός που ονομαζόταν Ιωάννης Μαλλίνας υποσχέθηκε μπροστά στην εικόνα ότι, αν τον βοηθήσει στα αιτούμενα η χάρη του Αγίου, θα προσφέρει 
στο Μοναστήρι μέρος του κοπαδιού του.
Το 1844 εκπληρώνοντας το τάμα του έστειλε επιστολή στο Μοναστήρι, Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου, που αναφερόταν στην υπόσχεση του και ζητούσε από τους Μοναχούς να 
φροντίσουν να παραλάβουν 100 γίδες, δώρο του προς τον Άγιο Στέφανο!

Μετά από την υπό των Ενετών κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως (1204) τα εν λόγω λείψανα του Πρωτομάρτυρα, σύμφωνα με το χρονικό του Δανδόλου μεταφέρθηκαν στη 
Βενετία και τοποθετήθηκαν στην εκεί ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου.
Να σημειώσουμε τέλος ότι η μνήμη του Αγίου Στεφάνου τιμάτε από την Εκκλησία πολύ χρόνο πριν ευρεθούν τα λείψανά του.