Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Επαναλαμβάνοντας συνεχώς τις ίδιες αμαρτίες

Πού είναι τα δύσκολα; Ότι μάθαμε ανάποδα. Και φανταζόμαστε τον θάνατο ζωή. Και την αμαρτία κέρδος. Και μέχρι να μάθουμε το σωστό είναι δύσκολα. Και μέχρι να το περπατήσουμε, ακόμη πιο δύσκολα.

Και μέχρι να το σταθεροποιήσουμε ακόμη περισσότερο. Γι’ αυτό εξομολογούμαστε πολλές φορές. Γιατί πολλές φορές κάνουμε τα ίδια λάθη. Είναι εκείνο που λέει ο άγιος εκεί στο Γεροντικό: Πάτερ κάνω τα ίδια πράγματα, τα είπα μια φορά, τα ξαναέκανα. Τα ξαναείπα, τα ξαναέκανα. Πόσες φορές θα γίνει αυτό; Του απαντά ο άγιος: μέχρι που να σε βρει ο Θεός όρθιο. Εμείς πολλές φορές από εγωισμό, ο εγωισμός χώνεται παντού, λέμε: πάλι τα ίδια θα πάω να πω; Αμάν. Θα μ’ έχει βαρεθεί κι ο παπάς.

Ενώ το πρόβλημα ακριβώς δεν είναι αν σε βαρέθηκε ή δεν σε βαρέθηκε ο παπάς. Το θέμα δεν είναι να ακούει νέα και εντυπωσιακά πράγματα ο παπάς. Το πρόβλημα είναι να βοηθήσει κάποιον να μάθει να περπατάει. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος να έχω πνευματικό.

Τι σημαίνει ότι έχω πνευματικό; Είδατε τι γίνεται στα γήπεδα. Όλοι οι αθλητές έχουν ένα προπονητή. Ο προπονητής τους βοηθάει να μάθουν σωστά το άθλημα με το οποίο ασχολούνται. Και ο πνευματικός κάθε χριστιανού ακριβώς αυτό τον λόγο έχει. Κανέναν άλλο. Να τον βοηθήσει να μάθει σωστά τον τρόπο ζωής της Εκκλησίας.

Το πρόβλημα δεν είναι να έχουμε καλό πρόσωπο στον πνευματικό ή μη μας κακοχαρακτηρίσει. Δεν είναι εκεί το ζητούμενο. Η σχέση δεν είναι ανθρωποκεντρική. Δεν κάναμε έναν πνευματικό για να μας λέει μπράβο, τι καλά που τα ‘κανες, τι καλά που τα πες, είσαι μια χαρά! Και από την άλλη, εμείς να πνιγόμαστε στη ντροπή: πώς τώρα θα πάω να του πω ξανά, ξέρεις έκανα αυτό κι αυτό.

Άλλωστε όσο πιο ειλικρινής είναι κανείς τόσο πιο γρήγορα περπατάει. Γιατί; Τι εμποδίζει το περπάτημα; Το βάρος. Είτε χοντρός είναι κανείς σαν εμένα, είτε βάρος κουβαλάει στην πλάτη, αυτό εμποδίζει το περπάτημα. Όσο κανείς εξομολογείται ειλικρινώς τόσο λιγότερο βάρος κουβαλάει στην πλάτη, άρα τόσο πιο γρήγορα περπατάει. Τα πράγματα αρμοδένονται σε μία λογική συνέχεια. Όταν τα κατανοήσουμε στη σωστή τους βάση, από κει και μετά θα τα περπατάμε μια χαρά. Ακόμα και το λάθος μας θα γίνεται αφορμή για να τοποθετηθούμε σωστότερα. Γι’ αυτό υπάρχει εκείνη η κουβέντα που λέει ένας παλαιός άγιος «μακάρια αμαρτία», για την αμαρτία του Αδάμ. Γιατί έγινε αφορμή, λέει εκείνος βέβαια, για να γεννηθεί ο Χριστός. Αλλά ανεξάρτητα από αυτό μερικές φορές μπορεί κανείς να κάνει ένα λάθος ή μία αμαρτία και αυτό να τον μεγαλώσει. Αν το δει σωστά, μπορεί να τον μεγαλώσει. Αν το δει λάθος, μπορεί να κολλήσει. Και κει είναι το πρόβλημα για το οποίο δεν πρέπει κανείς να χρονίζει σε κατάσταση αμαρτίας. Γι’ αυτό λέει ο απόστολος Παύλος: «έως το σήμερον καλείται· μετανοήσατε ίνα μη σκληρύνει υμάς η αμαρτία». Ενώ έχετε ακόμα στα χέρια σας τη σημερινή ημέρα ζωής, αλλάξτε τρόπο ζωής, λέει, για να μη σας σκληρύνει η αμαρτία και μετά είναι δύσκολες οι κινήσεις ελευθερίας.

Υπάρχει ένας άγιος, που είναι και δικός μας άγιος, έζησε στη Γαλλία, ο άγιος Μαρτίνος. Για μας είναι λιγάκι άγνωστος, αλλά δεν έχει σημασία. Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος ήταν στρατιωτικός πρώτα. Είχε γίνει ένα θαύμα στη ζωή του με τον Χριστό. Τύλιξε έναν γυμνό νεκρό με την κάπα του και ο Χριστός μετά του παρουσιάστηκε φορώντας την κάπα που είχε δώσει στον γυμνό εκείνος. Αυτός, λοιπόν, αργότερα έγινε επίσκοπος στην Τουρώνη όπως λεγόταν τότε, την σημερινή Τουρ της Γαλλίας. Αυτός, λοιπόν, στα γεράματά του, όντας Δεσπότης της περιοχής, είχε τη χάρη του Θεού και έκανε θαύματα. Όπως ξέρετε, έξω από τις εκκλησίες μαζεύονται ζητιάνοι. Όταν , λοιπόν, μετά τη Λειτουργία έβγαινε ο Δεσπότης από τον ναό, παρουσιαζόταν το εξής απίθανο θέαμα: ένας κουτσός, μόλις συνειδητοποιούσε ότι βγαίνει ο Δεσπότης, έφευγε τρέχοντας. Οι άνθρωποι λέγανε: Μα τι στο καλό κάνει αυτός; Μόλις ο Δεσπότης πάει να βγει από την εκκλησία ο κουτσός φεύγει τρέχοντας. Κάποια, λοιπόν, μέρα οι παπάδες τον πιάσανε και του λένε: Καλά γιατί όταν βγαίνει ο Δεσπότης φεύγεις τρέχοντας. Και απαντάει αυτός: Τι λέτε; Να βγει ο Δεσπότης να με δει και να με κάνει καλά; Μετά πως θα ζητιανεύω;

Τραγωδία! Έτσι είμαστε και μείς. Μην τα ψάχνετε. Και μεις φοβόμαστε να μη μας κάνει καλά ο Χριστός και μετά θα μας λείψει η «πνευματική ζητιανιά» στην αμαρτία. Συνηθίσαμε στην κατάστασή μας και δεν θέλουμε ούτε ο Χριστός να μας την αλλάξει. Βέβαια δεν είμαστε κουτσοί σαν τον ζητιάνο του αγίου Μαρτίνου, αλλά έχουμε άλλα προβλήματα, τα οποία τα κουβαλάμε στον εσωτερικό μας χώρο και είναι ακόμα χειρότερα. Γιατί είναι πιο δύσκολα. Το να έχουμε μια εξωτερική αναπηρία είναι και έλεος καμιά φορά από τον Χριστό. Τα εσωτερικά είναι τα πιο δύσκολα.

Στον προφήτη Ιεζεκιήλ υπάρχει το εξής το οποίο φανερώνει την κατάστασή μας. Μία ημέρα ο Θεός είπε στον προφήτη Ιεζεκιήλ: πήγαινε να πετάξεις τα είδωλα από τον ναό. Λέει: Κύριε, δεν υπάρχουν είδωλα στον ναό. Του λέει: Δεν υπάρχουν είδωλα στον ναό; Έλα εδώ να σε πάω στον ναό. Τον πηγαίνει, μπαίνουν μέσα στον ναό και ο Ιεζεκιήλ του λέει: Κύριε δεν υπάρχουν είδωλα πουθενά. Του λέει: Κοίταξε κατά τον Βορρά. Κοίταξε ο Προφήτης. Του λέει: βλέπεις αυτή την τρύπα εκεί που έχει ο τοίχος. Ναι. Όρυξον αυτή. Δηλαδή άνοιξέ την. Την άνοιξε και ο προφήτης έμεινε έκπληκτος, γιατί από μέσα υπήρχε ένας χώρος στον οποίο υπήρχαν «μάταια και βδελύγματα» όπως λέει το κείμενο. Δηλαδή υπήρχαν ειδώλια ψευδών θεών βδελυκτά στον Θεό. Ήταν είδωλα που κάποιοι παλιότεροι τα είχαν ακόμη και μέσα στον ναό του Θεού κρύψει. Ναός του Θεού είναι καθένας από μας. Βαπτιζόμενος γίνεται ναός του Θεού. Λέει ο απόστολος Παύλος: ο καθένας από μας είναι ναός του Θεού και όποιος με την αμαρτία φθείρει τον ναό του Θεού θα ’χει προβλήματα μετά στη σχέση του με τον Θεό. Ε! Λοιπόν και κει μέσα στον ναό μερικές φορές υπάρχουν μάταια και βδελύγματα. Και μέσα στη δική μας καρδιά χρειάζεται να σκύψουμε και να δούμε τι κουβαλάμε και να πάμε παραμέσα.

Να δούμε: είναι καθαρά τα πράγματα ή έχουμε μάταια και βδελύγματα; Και αν έχουμε ειλικρίνεια θα καταλάβουμε αυτό που λέει ο ψαλμός 103 που διαβάζουμε σε κάθε εσπερινό: Θα συνειδητοποιήσουμε ότι η καρδιά μας είναι θάλασσα μεγάλη και ευρύχωρος εκεί ερπετά ων ουκ εστιν αριθμός. Και τα ερπετά φυσικά δεν είναι τα διακοσμητικά κατοικίδια! Οι άνθρωποι τώρα έχουν διαστραφεί και μαζεύουν τα ερπετά και τα χαϊδεύουν. Μαζεύουν κροκοδειλάκια, ποντικάκια… Ό,τι θέλουν. Αυτά οι άνθρωποι παλαιότερα, όντας υγιώς τα θεωρούσαν απαράδεκτα. Θάλασσα λοιπόν είναι η καρδιά μας μερικές φορές γεμάτη ερπετά.

Πήγαν στον άγιο Ποιμένα, κάποιοι χριστιανοί. Τον ρωτήσανε τι χρειάζεται κανείς για να γίνει χριστιανός. Τι έχει ανάγκη για να μπορέσει να γίνει χριστιανός; Και κείνος είπε: Ου δεόμεθα τινος, ει μη νηφούσης διανοίας. Δηλαδή. Δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο εκτός από ένα μυαλό το οποίο αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του. Νήφει. Είναι νηφάλιο, δηλαδή, να μπορεί να καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του. Αυτό χρειάζεται, λέει, κανείς για να σωθεί.

Εμείς πιστεύουμε πολλές φορές ότι η μετάνοια σημαίνει θα τα πω και θα τελειώσουν. Όχι. Θα τα πω και θα τα παραγράψει ο Χριστός, αλλά δεν θα τελειώσουν. Οι συνεπαγωγές μιας αμαρτίας θα υπάρχουν και θα είναι απαραίτητος αγώνας για να ελευθερωθούμε. Συγχώρηση σημαίνει παραγραφή του χρέους αλλά δεν σημαίνει γίνομαι πλούσιος!

Δηλαδή, έπεσα και έσπασα το πόδι μου. Αν αυτό είναι αμαρτία, το λέω μεταφορικά, και πάω στον Χριστό και του λέω έσπασα το πόδι μου. Μου λέει εντάξει. Εγώ το παραγράφω, το παραβλέπω. Αλλά πρέπει εσύ να μάθεις να κάνεις υπομονή και να προσέχεις το τσάκισμα μέχρι να κλείσει. Γιατί αν κάνεις εξαιτίας της δικής μου παραγραφής τον «νταή», ότι τώρα περπατάς, θα πέσεις και θα σπάσεις και το άλλο το πόδι.

Πάρα πολλές φορές η μετάνοιά μας είναι στρεβλή και σ’ αυτό το σημείο. Φανταζόμαστε ότι η παραγραφή της αμαρτίας από τον Χριστό σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να υλοποιήσουμε δυναμικά την απόφαση της αλλαγής. Άλλωστε αυτό είπαμε και πιο πριν σημαίνει μετάνοια. Η αγία Μαρία η Αιγυπτία προβάλλεται στα μάτια των χριστιανών, από την Εκκλησία γι’ αυτό και μόνο τον λόγο. Για τον δυναμισμό μιας μετανοίας, η οποία σημαίνει υπομονή, επιμονή και αγάπη του κόπου. Όλα αυτά πάντα ήταν δύσκολα, να είμαστε ρεαλιστές, στη σημερινή εποχή είναι και απεχθή. Κανείς δεν ακούει εύκολα τη λέξη υπομονή. Τη λέξη επιμονή από εγωισμό καμιά φορά την ακούει. Αλλά από κει και μετά ακόμη πιο δύσκολα φεύγει από μία ψυχολογική διάθεση να μπει, στο ότι πρέπει η ζωή του να προσαρμοστεί πλήρως, και να ευθυγραμμιστεί με το θέλημα του Θεού. Γιατί ζωή είναι το θέλημα του Θεού. Ενώ θάνατος είναι η αμαρτία.

Αρχιμ. Θεοδόσιος Μαρτζούχος


πηγή

Οι συμβουλές του Αγίου Παϊσίου για τα άσχημα όνειρα: «Γιατί βλέπουμε εφιάλτες – Τι πρέπει να κάνουμε;»

Όταν βλέπεις άσχημο όνειρο, ποτέ να μην εξετάζεις τι είδες, πώς το είδες, αν είσαι ένοχη, πόσο φταις.
Ο πονηρός, επειδή δεν μπόρεσε να σε πειράξει την ημέρα, έρχεται την νύχτα.

Επιτρέπει καμιά φορά και ο Θεός να μας πειράξει στον ύπνο, για να δούμε ότι δεν πέθανε ακόμη ο παλιός άνθρωπος.

Άλλες φορές πάλι ο εχθρός πλησιάζει τον άνθρωπο στον ύπνο του και του παρουσιάζει διάφορα όνειρα, για να στενοχωρεθεί, όταν ξυπνήσει.

Γι’ αυτό να μη δίνεις καθόλου σημασία.

Να κανείς τον σταυρό σου, να σταυρώνεις το μαξιλάρι, να βάζεις και τον σταυρό και κάνα-δυο εικόνες επάνω στον μαξιλάρι και να λες την ευχή μέχρι να σε πάρει ο ύπνος. Όσο δίνεις σημασία, άλλο τόσο θα έρχεται ο εχθρός να σε πειράζει.

Αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στους μεγάλους, αλλά και στους μικρούς.

Και στα μικρά παιδιά ακόμη, παρόλο που είναι αγγελούδια, ο εχθρός πηγαίνει και τα φοβερίζει, όταν κοιμούνται και τινάζονται με αγωνία, τρέχουν φοβισμένα και με κλάματα στην αγκαλιά της μητέρας.

Άλλοτε πάλι τα πλησιάζουν οι Άγγελοι και γελούν μέσα στον ύπνο τους από χαρά ή ξυπνάνε από την μεγάλη τους χαρά. Επομένως τα όνειρα που φέρνει ο πειρασμός είναι μια εξωτερική επίδραση του εχθρού στον άνθρωπο την ώρα που κοιμάται.

-Και όταν, Γέροντα, νιώθεις ένα πλάκωμα την ώρα που κοιμάσαι;

-Μερικές φορές αυτό οφείλεται σε μια αγωνιώδη κατάσταση που ζει κανείς μέσα στην ημέρα ή σε διάφορους φόβους, σε διάφορες υποψίες κ.λπ.

Φυσικά όλα αυτά μπορεί να τα χρησιμοποιήσει το ταγκαλάκι, να κάνει κάποιον συνδυασμό, για να ζαλίσει τον άνθρωπο.

Πολλές φορές είναι τόσο ελαφρός ο ύπνος, που νομίζει κανείς ότι είναι ξυπνητός και ότι προσεύχεται, για να φύγει αυτό το πλάκωμα, από το οποίο του κρατιέται ακόμη και η αναπνοή.

Καμιά φορά μάλιστα ο διάβολος μπορεί να πάρει την μορφή ενός ανθρώπου ή ενός Αγίου και να παρουσιασθεί στον ύπνο κάποιου. Κάποτε παρουσιάσθηκε σε έναν άρρωστο στον ύπνο του με την μορφή του Αγίου Αρσενίου και του είπε:

«Είμαι ο Άγιος Αρσένιος. Ήρθα να σου πω ότι θα πεθάνεις.

Τ’ ακούς; Θα πεθάνεις».

Τρόμαξε ο άνθρωπος.

Ποτέ ένας Άγιος δεν μιλάει έτσι σε έναν άρρωστο.


Και αν τυχόν είναι να πεθάνει ο άρρωστος και παρουσιασθεί ένας Άγιος να τον πληροφορήσει για τον θάνατο του, θα του το πει μα καλό τρόπο:

 «Επειδή είδε ο Θεός που ταλαιπωρείσαι, γι’; αυτό θα σε πάρει από αυτόν τον κόσμο.

 Κοίταξε να ετοιμασθείς».
 Δεν θα του πει: «Τ’; ακούς; Θα πεθάνεις»!
-Και όταν, Γέροντα, φωνάζει κανείς στον ύπνο του;

-Καλύτερα, ξυπνάει …;Πολλά όνειρα είναι της αγωνίας. Όταν ο άνθρωπος έχει αγωνία ή είναι κουρασμένος, παλεύουν αυτά μέσα του και τα βλέπει σε όνειρο.

Εγώ πολλές φορές, όταν την ημέρα αντιμετωπίζω διάφορα προβλήματα των ανθρώπων, αδικίες που συμβαίνουν κ.λπ., ύστερα στον ύπνο μου μαλώνω με τον άλλον: «βρε αθεόφοβε, φωνάζω, αναίσθητος είσαι!» και με τις φωνές που βάζω ξυπνάω.

-Γέροντα, από τα όνειρα μπορεί κανείς να προβλέψει κάτι που θα του συμβεί;

-Όχι, μη δίνετε σημασία στα όνειρα.

Είτε ευχάριστα είναι τα όνειρα είτε δυσάρεστα, δεν πρέπει να τα πιστεύει κανείς, γιατί υπάρχει κίνδυνος πλάνης.

Τα ενενήντα πέντε τοις εκατό από τα όνειρα είναι απατηλά.

Γι’; αυτό οι Άγιοι Πατέρες λένε να μην τα δίνουμε σημασία. Πολύ λίγα όνειρα είναι από τον Θεό, αλλά και αυτά, για να τα ερμηνεύσει κανείς, πρέπει να έχει καθαρότητα και άλλες προϋποθέσεις, όπως ο Ιωσήφ και ο Δανιήλ, που είχαν χαρίσματα από τον Θεό.

«Θα σου πω, είπε ο Δανιήλ στον Ναβουχοδονόσορα, και τι όνειρο είδες και τι σημαίνει» .

 Αλλά σε τι κατάσταση είχε φθάσει! Ήταν μέσα στα λιοντάρια, παρόλο που ήταν νηστικά, δεν τον πείραζαν.

 Του πήγε ο Αββακούμ φαγητό, κι εκείνος είπε «Με θυμήθηκε ο Θεός;».

 Αν δεν θυμόταν ο Θεός τον Προφήτη Δανιήλ, ποιόν θα θυμόταν;-Γέροντα, μερικοί άνθρωποι δεν βλέπουν όνειρα

 -Καλύτερα που δεν βλέπουν! δεν ξοδεύουν ούτε εισιτήρια, ούτε βενζίνη!

 Στα όνειρα σε ένα λεπτό βλέπεις κάτι που στην πραγματικότητα θα διαρκούσε ώρες, μέρες γιατί καταργείται ο χρόνος.

 Να, από αυτό μπορεί να καταλάβει κανείς το ψαλμικό: «Χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου, Κύριε, ως η ημέρα η εχθές, ήτις διήλθε».

Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης


πηγή

Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας

Ο άγιος Αθανάσιος, τον οποίο η Εκκλησία προσονόμασε «Μέγαν» για την ξεχωριστή αρετή του, τον αδαμάντινο χαρακτήρα του και τους σθεναρούς αγώνες που διεξήγαγε προς αντιμετώπιση του κινδύνου της Ορθοδοξίας από την αίρεση του αντίχριστου Αρείου, υπήρξε μεγάλη ιστορική μορφή μιας από τις πλέον σημαντικές περιόδους της ανθρωπότητας. Τότε δηλαδή που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διαπιστώνοντας την αδυναμία της να καταπνίξει τον Χριστιανισμό με βάρβαρους διωγμούς, αναγκάστηκε να τον αναγνωρίσει και να στηρίξει σ’ αυτόν την παράταση της ζωής της. Οι λεπτομέρειες της ζωής και του έργου του αγίου Αθανασίου δίνουν μια πολύ παραστατική εικόνα της ταραχώδους εκείνης εποχής, κατά την οποία έπνεε τα λοίσθια η αρχαία θρησκεία, η ειδωλολατρία, και θέτονταν τα θεμέλια του κράτους σε νέα θρησκευτική βάση, στη χριστιανική θρησκεία• και επιπλέον διεξάγονταν συζητήσεις και συγκαλούνταν τοπικές και οικουμενικές Σύνοδοι για τη διατύπωση των δογμάτων και τη ρύθμιση θεμάτων αφορώντων στην οργάνωση και διοίκηση της Εκκλησίας.
β.’ Καταγωγή και μόρφωση του Μ. Αθανασίου
Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 295 μ.Χ. από Έλληνες χριστιανούς γονείς, οι οποίοι τον γαλούχησαν και τον ανέθρεψαν με τα νάματα της χριστιανικής και ελληνικής παιδείας. Ο Αθανάσιος διακρινόταν, από τη μικρή του ηλικία, για τη μεγάλη ευφυΐα του, την ολόψυχη αγάπη του προς την Εκκλησία και την έφεση για μάθηση. Μετά τα εγκύκλια γράμματα, πραγματοποίησε ανώτερες θεολογικές και φιλοσοφικές σπουδές στις ακμάζουσες τότε σχολές της Αλεξάνδρειας και μελέτησε εις βάθος την Αγία Γραφή, τους προ αυτού Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς, καθώς επίσης και τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, φιλόσοφους, ρήτορες και ιστορικούς, κυρίως δε τον Όμηρο, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Έτσι κατέστη βαθύς γνώστης της χριστιανικής και της θύραθεν (αρχαιοελληνικής) παιδείας και φιλοσοφίας.
Παράλληλα προς τη γνώση, ο Αθανάσιος καλλιεργούσε και τον ενάρετο βίο και την αγάπη και προσήλωση στον Χριστό, στην Εκκλησία και στην Ορθοδοξία, προς χάριν της οποίας υπέστη ανήκουστους κατατρεγμούς, διώξεις και εξορίες. Η απεριόριστη αγάπη του προς τον Χριστό και την Εκκλησία πιστοποιείται και από τον εξής θρύλο: Κάποτε, κατά την παιδική του ηλικία, παίζοντας κοντά στη θάλασσα, βάφτισε μερικά παιδιά ειδωλολατρών και, επειδή τήρησε όλους τους κανόνες της σχετικής εκκλησιαστικής τελετής, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Αλέξανδρος Α’ (313-328) αναγνώρισε ως έγκυρες τις βαπτίσεις αυτές του νεαρού Αθανασίου και τον ανέλαβε υπό την προστασία του, ενδιαφερθείς πολύ για τη μόρφωσή του.
Εν συνεχεία ο πατριάρχης Αλέξανδρος, εκτιμώντας την αρετή, τη μόρφωση και τα διαλεχτά προσόντα του Αθανασίου, τον προσέλαβε στο Πατριαρχείο ως γραμματέα και του απένειμε τον ιερατικό τίτλο του «αναγνώστη». Ακολούθως, σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών, τον χειροτόνησε διάκονο. Νεαρός δε ακόμη στην ηλικία ο Αθανάσιος, γνωρίστηκε με τον περίφημο ασκητή της ερήμου, τον Μέγα Αντώνιο (250-355 μ.Χ), έμεινε κοντά του κάμποσο χρονικό διάστημα και έδρεψε από αυτόν εύχυμους πνευματικούς καρπούς. Σεβόταν μάλιστα και εκτιμούσε τόσο πολύ ο Μέγας Αθανάσιος τον Μέγα Αντώνιο, ώστε αργότερα συνέγραψε μια περισπούδαστη βιογραφία του μεγάλου ασκητή της ερήμου.


γ.’ Αγώνες για την Ορθοδοξία, κατατρεγμοί και εξορίες
Κατά το έτος 318 μ.Χ., όταν ο Αθανάσιος ήταν είκοσι τριών ετών, έκαμε τη θορυβώδη εμφάνισή της στην Αλεξάνδρεια η αίρεση του Αρείου, ο οποίος διακήρυττε με τα κηρύγματά του και τις συγγραφές του ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αλλά κτίσμα του Θεού. Μετά από τρία χρόνια η αίρεση αυτή εμφανιζόταν και υπό φιλοσοφικό μανδύα και άρχισε να βρίσκει πολλούς οπαδούς και να κλονίζει τα θεμέλια της ευαγγελικής Πίστεως. Για το θέμα αυτό κρίθηκε αναγκαίο να συγκληθεί Σύνοδος στην Αλεξάνδρεια, η οποία και συνήλθε, πράγματι, το έτος 321 μ.Χ. Κατά τη Σύνοδο αυτή ο Αθανάσιος, με τη θεολογική και φιλοσοφική του κατάρτιση, βοήθησε πάρα πολύ τον πατριάρχη Αλέξανδρο να αντικρούσει τις κακοδοξίες του Αρείου.
Η μεγάλη μάχη όμως της Ορθοδόξου Πίστεως προς την αρειανική αίρεση δόθηκε λίγα χρόνια αργότερα, στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συνήλθε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας. Στη Σύνοδο πήρε μέρος και ο νεαρός τότε ιεροδιάκονος Αθανάσιος, συνοδεύοντας τον γηραιό πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και «του χορού των διακόνων ηγούμενος (Σωκρατ. Εκκλ. Ιστ. I 25). Εκεί ο Αθανάσιος, χάρη στη μόρφωσή του και προπαντός τη θερμουργό πίστη του, αναδείχθηκε ο πιο θαρραλέος και ακαταμάχητος αγωνιστής της Ορθοδόξου πίστεως κατά της αφέσεως του αντιχρίστου Αρείου». Αυτός κυρίως κατατρόπωσε τη νόσο του αρειανισμού, υποστηρίζοντας, με τη θεολογική και φιλοσοφική κατάρτιση που διέθετε και με τη ρητορική του δεινότητα, τον όρο «ομοούσιος» (τω Πατρί) για το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Ιησού Χριστό. Στη διδασκαλία βασικά του Αθανασίου στηρίχτηκε η Σύνοδος αυτή και συνέταξε τα εφτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, του κοινώς ονομαζόμενου «Πιστεύω». (Τα υπόλοιπα πέντε άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως τα συνέταξε η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ). Τοιουτοτρόπως το όνομα του Αθανασίου κατέστη τότε σύμβολο της Ορθοδοξίας στον αγώνα της προς αντίκρουση της γενικής επιθέσεως των αρειανών εναντίον της, πολλοί από τους οποίους κατείχαν υψηλές διοικητικές θέσεις.
Η προσωπικότητα και η φήμη του αγίου Αθανασίου εδραιώθηκε τόσο πολύ κατά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, ώστε μετά από τρία χρόνια, δηλαδή το 328 μ.Χ., όταν εξεδήμησε προς Κύριον ο γηραιός πατριάρχης Αλεξανδρείας Αλέξανδρος Α’ (313-328 μ.Χ.), ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο ο Αθανάσιος σε ηλικία τριάντα τριών ετών «ψήφω του λαού παντός», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός στον εγκωμιαστικό λόγο του «Εις Αθανάσιον».

Ο Αθανάσιος διατέλεσε πατριάρχης Αλεξανδρείας σαράντα έξι χρόνια και κατά το διάστημα της μακράς αρχιερατείας του υπήρξε «ο στύλος της Εκκλησίας» και ο κατ’ εξοχήν «Πατήρ της Ορθοδοξίας». Αμέσως από της ανόδου του στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξανδρείας μερίμνησε δραστηρίως για την οργάνωση της Εκκλησίας του. Περιοδεύοντας την αρχιερατική του περιφέρεια, μετέβη στη Θηβάίδα, στην Πεντάπολη, στην όαση του Αμμών και στην Κάτω Αίγυπτο, για να μελετήσει επιτοπίως τις ανάγκες του ποιμνίου του, το οποίο και τον υποδεχόταν παντού με απερίγραπτο ενθουσιασμό και αγάπη. Στις πόλεις που επισκεπτόταν εγκαθιστούσε άξιους επισκόπους, μεταξύ των οποίων και τον Φρουμέντιο, μια ξεχωριστή και με ένθεο ιεραποστολικό ζήλο προσωπικότητα. Αυτόν τον χειροτόνησε επίσκοπο Αξώμης και του παρείχε κάθε βοήθεια και υποστήριξη στην προσπάθειά του για τη διάδοση του χριστιανισμού στην Αβησσυνία.
Ο Άρειος όμως, καίτοι καθαιρέθηκε από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, και οι οπαδοί του δημιουργούσαν μεγάλα προβλήματα στον Αθανάσιο και δεν έπαυαν να συνταράσσουν την Εκκλησία. Η μεγάλη δραστηριότητα του Αθανασίου για την τακτοποίηση των εκκλησιαστικών ζητημάτων της πολύ εκτεταμένης περιφέρειας του, το μεγάλο του ενδιαφέρον για τη διάδοση του χριστιανισμού στην Αβησσυνία, η άρτια θεολογική, φιλολογική και φιλοσοφική του κατάρτιση και παιδεία, η ισχυρή προσωπικότητά του, ο αδαμάντινος χαρακτήρας του και η απεριόριστη αποδοχή από το ποίμνιο του καταθορύβησαν τον αιρεσιάρχη Άρειο και τους ομόφρονές του. Αυτοί λοιπόν σχημάτισαν τη γνώμη ότι ο Αθανάσιος, παραμένοντας στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, θα μπορούσε να επιφέρει θανάσιμα πλήγματα στην αίρεσή τους. Για τον λόγο αυτό οι αντίχριστοι αρειανοί άρχισαν να κατασυκοφαντούν τον Άγιο και να επιδιώκουν με ραδιουργίες και σκευωρίες να τον απομακρύνουν από τον πατριαρχικό του θρόνο. Εκείνος όμως, με σταθερές και εδραίες τις πεποιθήσεις του και με ακλόνητη την πίστη στη θεότητα του Ιησού Χριστού, υπέμεινε με ασυνήθιστο ηρωισμό τις αδυσώπητες διώξεις εκ μέρους των αντιπάλων του και τις ανίερες εις βάρος του συκοφαντίες και ραδιουργίες τους.
Οι αρειανοί, οι οποίοι επηρέαζαν ακόμη και τον αυτοκράτορα, ήταν επιτήδειοι στο να εφευρίσκουν μύριες όσες συκοφαντίες, των οποίων το ψεύδος, της μιας μετά την άλλη, αποκαλυπτόταν, και έτσι γίνονταν καταγέλαστοι εκείνοι που τις εξύφαιναν. Οι συκοφαντίες όμως αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του Αγίου από τον πατριαρχικό του θρόνο πέντε φορές και από τα σαράντα έξι της πατριαρχίας του τα δεκαέξι να τα περάσει στην εξορία.
Αφορμή για την αδυσώπητη πολεμική των αρειανών κατά του αγίου Αθανασίου στάθηκε το γεγονός ότι ο Άγιος αρνήθηκε να δεχτεί σε εκκλησιαστική κοινωνία τον Άρειο, παρά την ομολογία πίστεως που αυτός υπέβαλε το 330 ή 331 μ.Χ. στον Μέγα Κωνσταντίνο, στην οποία βέβαια ο παμπόνηρος αιρεσιάρχης απέφευγε επιμελώς να αναφέρει τις αιρετικές και κακόδοξες εκφράσεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, καίτοι εκτιμούσε και θαύμαζε πολύ τον Μέγα Αθανάσιο για το αδαμάντινο ήθος του, τη μόρφωσή του και το θάρρος του, παρασύρθηκε από τις κατά του Αγίου μηχανορραφίες των αρειανών και διέταξε τη σύγκληση Συνόδου στην Καισάρεια της Παλαιστίνης το 335 μ.Χ. προς εξέταση των κατά του Αθανασίου κατηγοριών. Τελικά η Σύνοδος συνήλθε στην Τύρο της Φοινίκης.

Ενώπιον της Συνόδου αυτής οι αρειανοί προσέθεσαν και άλλες κατηγορίες κατά του αγίου Αθανασίου. Συγκεκριμένα: κατηγόρησαν τον Άγιο ότι σκότωσε κάποιον επίσκοπο, ονόματι Αρσένιο, και, αφού του έκοψε το δεξιό χέρι, το μεταχειριζόταν σε διάφορες μαγικές ενέργειες. Ο Μέγας Κωνσταντίνος διέταξε σχετικές ανακρίσεις και έρευνες, ύστερα από τις οποίες διαπιστώθηκε ότι ο Αρσένιος ήταν ζωντανός και τον έκρυβαν οι αρειανοί σε κάποιο μέρος. Μόλις λοιπόν βρήκαν τον επίσκοπο εκείνο, τον οδήγησαν αμέσως ενώπιον της Συνόδου. Δείχνοντας δε ο Αθανάσιος και τα δύο χέρια του Αρσενίου, ο οποίος έγινε όργανο της σκευωρίας των αρειανών, είπε: «Άλλην χείρα ζητείτω μηδείς• δύο γαρ ανθρώπων έκαστος παρά του ποιητού των όλων εδέξατο χείρας». Οι εχθροί όμως του Αθανασίου αποδείχτηκαν άφθαστοι στο να κατασκευάζουν συκοφαντίες εναντίον του. Έτσι λοιπόν, κατά τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Ρουφίνο (345-410 μ.Χ.) και μετέπειτα ιστορικούς, παρουσίασαν ενώπιον της Συνόδου μια αναίσχυντη και κακοηθέστατη γυναίκα, η οποία, κατά συμβουλή τους, κραύγαζε λέγοντας πως ήταν παρθένα και τη διέφθειρε ο Αθανάσιος. Τότε ο Άγιος προσήλθε στη Σύνοδο, συνοδευόμενος από έναν φίλο του ιερέα, ονόματι Τιμόθεο. Ο ιερέας εκείνος, ενώ ο Αθανάσιος σιωπούσε, προσποιούμενος τον Αθανάσιο, τον οποίο δεν εγνώριζε ούτε εξ όψεως η αδιάντροπη αυτή γυναίκα, τη ρώτησε: «Εγώ σε συνάντησα ποτέ και εισήλθα ποτέ στην οικία σου;» Το γύναιο δε εκείνο, νομίζοντας ότι ο Τιμόθεος ήταν ο Αθανάσιος, κραύγαζε με μέγιστη αναίδεια και, κινώντας το δάκτυλο της, έλεγε προς τον Τιμόθεο: «Ναι, εσύ μου αφαίρεσες την παρθενία• εσύ μου στέρησες τη σωφροσύνη.» Αμέσως δε τότε οι σκηνοθέτες της σκευωρίας φυγάδευσαν το αναίσχυντο γύναιο, παρά τις διαμαρτυρίες του αγίου Αθανασίου, ο οποίος ζητούσε να γίνει ανάκριση, ώστε να αποκαλυφτούν εκείνοι που σκηνοθέτησαν την ανίερη εκείνη υπόθεση. Τοιουτοτρόπως οι αρειανοί έγιναν καταγέλαστοι για τις ραδιουργίες τους.
Παρά ταύτα όμως οι εχθροί της Αλήθειας και της Ορθής Πίστεως δεν σταμάτησαν να συκοφαντούν τον άγιο Αθανάσιο. Κατασκεύασαν λοιπόν εν συνεχεία δύο συκοφαντίες. Συγκεκριμένα: τον κατηγόρησαν στον Μέγα Κωνσταντίνο, τον αυτοκράτορα, πρώτον, ότι συνωμοτούσε εναντίον του και ότι έστειλε πολύ χρυσάφι σε έναν επαναστάτη και, δεύτερον, ότι παρεμπόδιζε την αποστολή σίτου από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας, δυστυχώς, πείστηκε στους συκοφάντες και πρόσταξε να εξοριστεί ο Αθανάσιος στην πόλη Αυγούστα των Τρεβήρων της Γαλλίας. Πρόκειται για την πρώτη εξορία του Μεγάλου Αθανασίου (Ιούλιος 335 – Νοέμβριος 337). Φθάνοντας ο Άγιος στον τόπο της εξορίας του, έγινε δεκτός μετά πολλής χαράς και έτυχε μεγάλης περιποιήσεως από τον επίσκοπο Μαξιμίνο και τους άρχοντες του τόπου, αφού η φήμη του είχε φτάσει σε όλον τον χριστιανικό κόσμο. Κατά τον χρόνο της εξορίας αυτής του Αγίου έγιναν συντονισμένες ενέργειες για την εκκλησιαστική αποκατάσταση του αιρεσιάρχη Αρείου, η οποία όμως δεν έγινε, διότι τον πρόλαβε ο θάνατος (336 μ.Χ.). Σύνοδος από εκατό επισκόπους, που συνήλθε στην Αλεξάνδρεια, δικαίωσε τον Αθανάσιο και τον επανέφερε από την εξορία. Ο λαός της Αλεξάνδρειας υποδέχτηκε τον Ποιμενάρχη του με απερίγραπτο ενθουσιασμό και αγαλλίαση.
Οι αντίπαλοι όμως του αγίου Αθανασίου δεν ησύχασαν• συνέχισαν τις ραδιουργίες και πέτυχαν και πάλι την καθαίρεση του Αγίου και την εξορία του στη Ρώμη δεύτερη εξορία του Μεγάλου Αθανασίου (Μάρτιος 340 – Οκτώβριος 346). Στη Ρώμη ο Αθανάσιος έτυχε μεγάλης περιποιήσεως από τον πάπα Ιούλιο (337-352). Όντας δε ο Άγιος εξόριστος στη Ρώμη, συνέβαλε πάρα πολύ στη διάδοση του μοναχισμού στη Δύση, προβάλλοντας ως υπόδειγμα την αρετή και τον τρόπο ασκήσεως του Μεγάλου Αντωνίου. Επιστρέφοντας από την εξορία ο Άγιος, έμεινε στον πατριαρχικό του θρόνο συνεχώς επί μία δεκαετία, ήτοι από το 346 μέχρι το 356. Οι εχθροί του όμως άρχισαν και πάλι να κινούνται εναντίον του και πέτυχαν να τον απομακρύνουν για τρίτη φορά από τον θρόνο του (Φεβρουάριος 356 – Φεβρουάριος 362). Τη φορά αυτή ο Άγιος εξορίστηκε στην έρημο της Αιγύπτου. Εκεί βρήκε πολλούς ασκητές και έμενε μαζί τους, ακολουθώντας τον τρόπο της ζωής τους. Όντας δε ο Άγιος στην έρημο δεν έπαυσε ούτε για μια στιγμή να ενδιαφέρεται και να προσεύχεται για το ποίμνιο που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός, το οποίο και τον υπεραγαπούσε και τον λάτρευε και λαχταρούσε να τον ιδεί να αποκαθίσταται στον πατριαρχικό του θρόνο. Ακολούθησαν και δύο άλλες εξορίες του μεγάλου Αθανασίου: μία από τον Οκτώβριο του 362 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 363 και μία άλλη η 5η κατά σειρά από τον Οκτώβριο του 365 μέχρι τον Ιανουάριο του 366. Ο Αθανάσιος όμως, παρ’ όλες τις συκοφαντίες, τις σκευωρίες, τους κατατρεγμούς και τις εξορίες, έμεινε βράχος ακλόνητος, πιστός στις πεποιθήσεις του και στα πιστεύματά του και πρόθυμος να υποστεί τα πάντα χάριν αυτών.
Τελικώς στους κατατρεγμούς, στις διώξεις και στις εξορίες του Μεγάλου Αθανασίου έθεσε τέρμα ο Ουάλης, αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως (364-378). Ο Ουάλης, αν και ήταν φιλοαρειανός, φοβούμενος μήπως η εξορία του αγίου Αθανασίου γίνει αιτία να διασαλευτεί η τάξη, ένεκα της μεγάλης αγάπης που έτρεφε ο λαός προς τον Άγιο, αναγκάστηκε να τον επαναφέρει στον πατριαρχικό του θρόνο τον Φεβρουάριο του 366 μ.Χ. Έτσι τέθηκε τέρμα οριστικό στις μεγάλες περιπέτειες του υπέροχου αυτού ανδρός. Επανελθών στον θρόνο του ο Μέγας Αθανάσιος, πηδαλιούχησε θεοφιλώς την πατριαρχική του περιφέρεια μέχρι της προς Κύριον εκδημίας του, ήτοι μέχρι τις 2 Μαίου του έτους 373 μ.Χ. Έφυγε δε ο Άγιος από την παρούσα ζωή με την ικανοποίηση ότι είδε εξασφαλιζόμενη την Ορθοδοξία, για την οποία αγωνίστηκε, χωρίς να υποκύψει ποτέ στην κτηνώδη βία που χρησιμοποιούσαν οι εχθροί της Ορθής Πίστεως.

δ.’ Το συγγραφικό έργο του Μ. Αθανασίου
Παρά τις μεγάλες περιπέτειες και αντιξοότητες της ζωής του, ο Μέγας Αθανάσιος έβρισκε χρόνο να διαθέτει για συγγραφική δράση. Το συγγραφικό έργο του Αγίου είναι πλουσιότατο από απόψεως και ποιού και ποσού. Και πράγματι, ο Μέγας Αθανάσιος δέσποζε ως εκκλησιαστική μορφή της εποχής του όχι μόνο ως μαχητής της Ορθοδοξίας, αλλά και ως δοκιμότατος συγγραφέας αξιολογότατων έργων.
Τα συγγράματα του αγίου Αθανασίου κατατάσσονται σε πέντε κατηγορίες, ήτοι σε: 
α) απολογητικά υπέρ του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας, 
β) έργα κατά αρειανών, 
γ) ερμηνευτικά της Αγίας Γραφής, 
δ) ασκητικά και 
ε) επιστολές, 
τα οποία και είναι δημοσιευμένα σε τέσσερις τόμους της «Ελληνικής Πατρολογίας» του Migne, και συγκεκριμένα στους τόμους 25 μέχρι και 28. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ο Μέγας Αθανάσιος μέσα από τα συγγράματά του και τα κηρύγματά του έθεσε τη σφραγίδα της διδασκαλίας του όχι μόνο στους σύγχρονούς του, αλλά και στη χριστιανική σκέψη πολλών γενεών μετά από αυτόν. Και αυτοί ακόμη οι μεγάλοι φωστήρες της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, αντλούσαν «ώσπερ από πηγής» από τα συγγράματα του Μεγάλου Αθανασίου, όπως εύστοχα σημειώνει ο σοφός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος (820-893 μ.Χ).
ε.’ Χαρακτηρισμός του Μεγάλου Αθανασίου
Ο Αθανάσιος ανήκει στις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας, όχι τόσο για την εξαίρετη άλλωστε συγγραφική του δράση, όσο κυρίως για τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, τη θερμουργό προς την Εκκλησία αγάπη του και την υπέροχη προσωπικότητάτου, όπως ορθά παρατηρεί άλλος μεγάλος πατήρ της Εκκλησίας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, γράφοντας: «Ο βίος του Αθανασίου κατέστη υπόδειγμα επισκόπου και η διδασκαλία του νόμος ορθοδοξίας, καθόσον ο μεν βίος του ήταν καθοδηγός της διδασκαλίας του, η δε διδασκαλία του ήταν επισφράγιση του βίου του». Το όνομα του Αθανασίου απέβη συνώνυμο της αρετής, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει πάλι ο Γρηγόριος: «Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι ταύτόν γαρ εκείνον τε ειπείν και αρετήν επαινέσαι» (Εγκώμ. τις Αθανάσιον I).
Με τους διαρκείς υπέρ της Ορθοδοξίας αγώνες του ο Αθανάσιος απέβη «Της του Θεού Εκκλησίας αληθής στύλος και θεμέλιον», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος Α (412-444 μ.Χ.). Ο Αθανασίος κατέστησε τον βίο του, πράγματι, ζώσα έκφραση και ερμηνεία της Ορθής Πίστεως, της οποίας την υπεράσπιση έταξε ως σκοπό των αγώνων του. Όντας έξοχη ηθική και εκκλησιαστική προσωπικότητα, επιβαλλόταν με τα λόγια του και τα έργα του στην κοινή συνείδηση των χριστιανών. Το κύρος του «ως πατρός της Ορθοδοξίας» διατηρήθηκε ακέραιο και μετά την προς Κύριον εκδημία του, τα δε συγγράμματά του απέκτησαν οικουμενική διάσταση, ως περιέχοντα τη γνήσια και αυθεντική διδασκαλία της Εκκλησίας, και χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα από τους μετέπειτα εκκλησιαστικούς συγγραφείς και τις οικουμενικές Συνόδους προς διατύπωση των ορθόδοξων δογμάτων της Εκκλησίας μας.
Ο Μέγας Αθανάσιος, στους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας, αντιμετώπισε και τους πλέον ισχυρούς αντιπάλους και δεν κάμφθηκε ποτέ μπροστά στους κατατρεγμούς και στις εξορίες. Έτσι, δικαίως χαρακτηρίστηκε ως «ο ηρωικότερος των αγίων και ως ο αγιότερος των ηρώων». Η Εκκλησία, εκτιμώντας τα κατορθώματά του, τον τοποθέτησε κοντά στους αποστόλους, στους ευαγγελιστές και στους μάρτυρες, στη χορεία των αγίων, και οι πιστοί του απέδιδαν και του αποδίδουν τιμές, τις οποίες αναγνώρισαν και καθιέρωσαν οι επερχόμενες γενεές μέχρι σήμερα. Δικαίως ο υμνωδός της Εκκλησίας μας, η οποία εορτάζει τη μνήμη του στις 18 Ιανουαρίου και στις 2 Μαίου, γράφει: «Αθανάσιον, και θανόντα, ζην λέγω• οι γαρ δίκαιοι ζώσι και τεθνηκότες», δηλαδή: τον Αθανάσιο, αν και πέθανε, τον θεωρώ ζωντανόν, διότι οι δίκαιοι ζουν και μετά τον θάνατο.

πηγή

Απολυτίκιον
Ήχος γ'. θείας πίστεως.
Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας, θείοις δόγμασιν υποστηρίζων την Εκκλησίαν, ίεράρχα Αθανάσιε, τω γαρ Πατρί τον Υιών ομοούσιον, ανακηρύξας κατήσχυνας Άρειον. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας

 
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Σε κανέναν Άγιο της Εκκλησίας μας δεν έκανε τόσες και τέτοιες άγριες επιθέσεις πειρασμών ο διάβολος, όσες στον Μέγα Αντώνιο. Μεταχειρίστηκε ο δόλιος όλα τα μέσα για να τον γκρεμίσει, άλλα δεν μπόρεσε. Πάμπλουτος αλλά Αγράμματος Το 251 μ.Χ. γεννήθηκε στην Αίγυπτο ένα μεγάλο και φωτεινό αστέρι της χριστιανοσύνης: Ο Μέγας Αντώνιος. Ιδιαίτερη πατρίδα του ήτανε ένα μικρό χωριό, Κόμα ονομαζόμενο, που βρισκότανε ανατολικά της όχθης του ποταμού Νείλου, στην Νότιο Μέμφιδα. Οι γονείς του ήτανε πλούσιοι και ευσεβείς χριστιανοί. Μπορούσανε να δώσουμε μεγάλη μόρφωση στον μικρό τους Αντώνιο και να τον αναδείξουν μεγάλο επιστήμονα, αλλά τους φόβιζε η συναναστροφή στο σχολείο με τα παιδιά των ειδωλολατρών. Δεν θέλανε να χάση την πίστη του το παιδί τους, από την πλάνη της ειδωλολατρίας. Προτιμούσανε να δούνε  το παιδί του στον Παράδεισο αγράμματο, παρά γραμματισμένο στην Κόλαση. Έμεινε, λοιπόν, εξαιτίας αυτού, τελείως αγράμματος ο Αντώνιος. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να αναδειχθεί Μέγας. Οι γονείς του, όμως, φροντίσανε πολύ για την χριστιανική ανατροφή του. Τον μεγαλώσανε με τις αρχές του Ευαγγελίου και του δείξανε τους δύο δρόμους, που θα τον γλύτωναν από τις παγίδες του διαβόλου:
τον δρόμο του σπιτιού και τον δρόμο της Εκκλησίας. Σε ηλικία 18 ετών, έμεινε ορφανός με μια αδελφή. Ο θάνατος των γονέων του, τον έβαλε στην αρχή σε λύπη και σε βαθύ συλλογισμό. Κατάλαβε τότε, πόσο μάταιος είναι τούτος ο κόσμος και πόσο γρήγορα είναι το πέρασμα του άνθρωπου από την προσωρινή αυτή ζωή.
Αναχωρεί στην έρημο
Μια Κυριακή ακούει στην Εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή, στην οποία συζητάει ο Χριστός μ’ ένα πλούσιο νεαρό και του δείχνει, τον δρόμο της τελειότητας και της σωτηρίας της ψυχής του.
Ο Χριστός, αφού ακούει τον νεαρό πλούσιο, να του λέγει, ότι έχει ζήσει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, του υπογραμμίζει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί διάδος πτωχοῖς καί δεῦρο ἀκολουθεῖ μοί καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῶ». Τα λόγια αυτά του Ευαγγελίου, κάνουν βαθειά εντύπωση στην ψυχή του Αντωνίου. Γυρίζει στο σπίτι του σκεφτικός και κυριευμένος από αγωνία.
Νομίζει, ότι η φωνή του Κυρίου τον καλεί κι αυτόν, όπως εκείνον τον νέον, να τον ακούσει και να τον ακολουθήσει. Υπακούει αμέσως και χωρίς αναβολή.
Πουλάει όλα του τα κτήματα. Από την πώληση τους, πήρε πολλά χρήματα. Το χρυσάφι όμως, δεν του τράβηξε την καρδιά. Το έδωσε στην Εκκλησία, το μοίρασε στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους. Αυτός κράτησε μόνο για την αδελφή του ελάχιστα χρήματα. Έπειτα εμπιστεύεται την αδελφή του σ’ ένα Κοινόβιο παρθένων, σ’ έναν παρθεώνα. Εκεί, ζούσανε ενάρετες γυναίκες μαζί και επεδίδοντο σε έργα αγάπης. Φεύγει κι’ αυτός, όχι πολύ μακριά από το σπίτι του κι’ άρχισε την ασκητική ζωή. Δεν υπάρχουν ακόμη μοναστήρια την εποχή εκείνη συγκροτημένα, όπως είναι σήμερον. Γι’ αυτό καταφεύγει σ’ ένα ερημητήριο των περιχώρων. Εκεί, βρίσκει, ένα Γέροντα ασκητή, ο όποιος αναλαμβάνει να τον καθοδηγήσει στην αρετή. Να φτιάξη ψυχή ο άνθρωπος χρειάζεται άσκησης. Τα πάθη δεν βγαίνουν, χωρίς αγώνα. «Ὑποπιάζω μου τό σῶμα καί δουλαγωγῶ», έλεγε ο Παύλος, «μήποτε ἄλλοις κηρύξας ἐγώ αὐτός ἀδόκιμος γένωμαι». Προσεύχεται στο Θεό. Του ζητάει να τον βοηθήσει στον αγώνα του, για την σωτηρία της ψυχής του. Ξενυχτάει, τώρα, πολλές φορές στην άσκηση και στην προσευχή. Τρώγει ελάχιστα. Η τροφή του είναι ένα ξερό κομμάτι ψωμί και νερό. Τρώγει μόνο μια φορά την ήμερα. Μερικές μάλιστα μέρες, περνούν, χωρίς να βάλει τίποτε στο στόμα του. Άλλοτε, πάλι γεύεται το ξεροκόμματο, αφού περάσουν τρεις και τέσσερες μέρες εξαντλητικής νηστείας.
Οι πρώτοι πειρασμοί Ο διάβολος όμως, βλέπει την μεγάλη πρόοδο του Αντωνίου, στην αγιοσύνη, ταράζεται και στεναχωριέται. Βάζει αμέσως τότε σε ενέργεια τις παγίδες του και τα φοβερά σχέδιά του. Τον χτυπάει λοιπόν, πρώτα με τα πλούτη και τις ανέσεις: -Είσαι κουτός, του λέγει μέσα του, στην σκέψη του. Άφησες τόσα πλούτη και ήρθες εδώ στην ερημιά να πεθάνεις από την πείνα και από το κρύο! Δεν βλέπεις την δυστυχία, που σε πνίγει;
Ένα στρώμα δεν έχεις να στρώσης. Ζεστασιά δεν υπάρχει πουθενά. Δεν είναι για σένα ο τόπος αυτός. Θα πεθάνεις και είναι αμαρτία. Έπειτα μη ξεχνάς: Έχεις και αδελφή! Πώς την άφησες μόνη της; Είναι σωστό αυτό; Τι ευτυχισμένος είσαι τώρα εδώ, σε μια υγρή σπηλιά! Όλοι οι άλλοι, που ζούνε στον κόσμο, θα χαθούμε και συ μόνο θα σωθείς; Είναι άραγε σωστό αυτό που κάνεις; Όλες αυτές τις σκέψεις τις βάζει στον νου του Αντωνίου ο Σατανάς και περιμένει μ’ αγωνία το αποτέλεσμα. Τί θα γίνει; Θα τις δεχτεί; Θα υποκύψει ή όχι; Άλλα στις δύσκολες αυτές στιγμές του πειρασμού, ο άγιος δεν λυγίζει. Προσεύχεται πολύ. Παρακαλεί από τα βάθη της καρδία του τον Θεό να τον βοηθήσει. Η προσευχή του, η νηστεία του και η θέληση του, νικούν τον διάβολο και τον τρέπουν σε φυγή. Δεν πρόκειται όμως, να ησυχάσει. Ο διάβολος βάζει μπροστά νέο σχέδιο, πιο τολμηρό αυτή την φορά. Τον πολεμάει με την σάρκα. Εκμεταλλεύεται γι’ αυτό ο άθλιος την νεότητά του. Παρουσιάζει στην φαντασία του αισχρά θεάματα. Μεταμορφώνεται ο τρισάθλιος σε γυμνή γυναίκα και προσπαθεί εκεί στην ερημιά, να τον σκανδαλίσει και να τον νικήσει.
Αγωνίζεται μέρα νύχτα να τον γκρεμίσει. Τού παρουσιάζει κέντρα διασκεδάσεων και σκηνές οργίων. Κάνει ότι μπορεί, για να επιτύχει τους δόλιους σκοπούς του. Ο Άγιος, όμως συνεχώς προσεύχεται. Μένει ξάγρυπνος και παρακαλεί τον Θεό να του δώσει δύναμη ν’ αντέξει σ’ αυτή την άγρια επίθεση των πειρασμών του διαβόλου, για να επιτύχει μέχρι το τέλος στην άμυνά του, δεν τρώγει εντελώς τίποτε. Κόβει κι’ αυτό το ελάχιστο ξερό ψωμί, που έτρωγε κάθε βράδυ, και μένει μέρες ολόκληρες νηστικός. Ο Σατανάς δεν εγκαταλείπει όμως τον αγώνα.—Να το δόλωμα! Η υπερηφάνεια. Τώρα, είναι η ώρα να τον κάμω να υπερηφανευτεί. Παρουσιάζεται, λοιπόν, ο δαίμονας στον Άγιο με μορφή μαύρου παιδιού και του λέγει: —Αχ! Αντώνιε. Πολλούς πλάνεψα, πολλούς έβαλα κάτω και τους νίκησα, αλλά εσένα κουράστηκα να σε πολεμώ! Νομίζω, πώς δεν θα επιτύχω. Είσαι δυνατός. Σε παραδέχομαι. —Και ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε ο Μ. Αντώνιος. —Εγώ είμαι το πνεύμα της πορνείας και γαργαλίζω τους νέους στην πράξη αυτή. Ο Άγιος, δεν υπερηφανεύεται, όπως περίμενε ο σατανάς. Δεν είπε από μέσα του: Τί είμαι εγώ!, Μπράβο μου!, Τα κατάφερα, αλλά δόξασε το όνομα του Κυρίου, που του έδωσε, την δύναμη να νικήσει και είπε στον σατανά: —Ύπαγε οπίσω μου σατανά. Δεν σε φοβάμαι.
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Μέρες αθλήσεως
Μετά τους πειρασμούς, ο Άγιος προσεύχεται με πολλή πίστη. Η νηστεία και η σκληραγωγία γινότανε πιο αυστηρή. Έκτος από το ελάχιστο ψωμί, που έτρωγε κάθε δύο τρεις η και τέσσερες μέρες, ούτε λάδι, ούτε κρασί, ούτε καμιά άλλη τροφή έβαζε στο στόμα του. Κοιμότανε δε πάνω σε μια παλιά ψάθα ή και εντελώς κάτω στο χώμα. Για ν’ ανεβάσει, λοιπόν, ακόμη πιο ψηλά τον αγώνα και την άθληση του την χριστιανική, καταφεύγει σ’ ένα παλαιό τάφο κι’ απομονώνεται. Εκεί του φέρνει την λίγη τροφή του, από καιρού εις καιρόν, κάποιος ευσεβής χριστιανός. Ο τάφος αυτός ήταν ευρύχωρος, σαν δωμάτιο.
Ο Σατανάς επιτίθεται και πάλι
Γεμάτος οργή και μίσος για την αποτυχία του ο διάβολος, ξανακτυπάει τον Άγιο, για να τον κάνη να γυρίσει πίσω στον κόσμο και να τον ρίξει στην αμαρτία. Πηγαίνει την νύκτα και κάνει χαλασμό.
Του παρουσιάζεται με μορφές φιδιών, σκορπιών, λύκων, τίγρεων, που τον δαγκώνουν και του σχίζουν τις σάρκες. Ο Μέγας Αντώνιος λέει με γενναιότητα: —Δε θα με νικήσετε! ο αριθμό σας και ο θόρυβος σας δείχνουν την αδυναμία σας. Οι δαίμονες τον κτυπούν τότε μανιασμένα και τον αφήνουν εκεί με πληγές αναίσθητο και μισοπεθαμένο. Έτσι αναίσθητο τον βρίσκει ο χριστιανός, που του πήγε το πρωί το ψωμί του. Τον νομίζει για νεκρό. Τον μεταφέρει στο σπίτι του, κοντά στους συγγενείς και τους γνωστούς του. Συνέρχεται όμως, ο Άγιος την νύκτα και γυρίζει πάλι στον τάφο του μαρτυρίου του. —Εδώ είμαι! φωνάζει ο όσιος. Δεν με φοβίζουν τα ψεύτικα μαστίγιά σας. Κανένα μαρτύριο δεν θα με απομακρύνει από τον Δεσπότη μου Χριστό. Αγριεύουν οι δαίμονες, στη συνέχεια της μάχης, που δίνουν. Παρουσιάζονται σε χίλιες δυο μορφές ερπετών και θηρίων. Και ο Μέγας Αντώνιος, χωρίς να τα χάση είπε: —Εάν είχατε δύναμη, ένας και μόνο από σας, μπορούσε να με εξοντώσει. Επειδή ο Κύριος σας έχει κόψει τα νεύρα και σας έχει αφήσει χωρίς δύναμη, γι’ αυτό προσπαθείτε με το πλήθος, με την ψευτιά και την υποκρισία, να με φοβίσετε. Και γι’ αυτό μεταμορφώνεστε σε τόσα θηρία! Εμπρός λοιπόν! Εάν όμως δεν πήρατε άνωθεν εξουσία εναντίον μου, μη στέκεστε. Εάν όμως δεν πήρατε, τί ταράζεσθε; Οι δαίμονες ακούγοντας τα λόγια αυτά του Άγιου, έτριζαν τα δόντια τους, μια ακτίνα με θεϊκό φως κατέβηκε από τη στέγη του τάφου. Γαλήνη κι ησυχία απλώθηκε παντού. Το κορμί του Άγιου δεν πονούσε πλέον και δεν υπήρχαν πληγές στο σώμα του. Θεραπεύτηκαν από τον Κύριο. Ο μεγάλος ασκητής, καταλαβαίνει την θεία επίσκεψη και ρωτάει: —Πού ήσουνα, γλυκύτατέ μου Θεέ και δεν φανερωνόσουνα από την αρχή, να σταματήσεις τους πόνους του κορμιού μου; Δεκαέξι χρόνια, με έψησε ο σατανάς. Ακούστηκε τότε, μια φωνή, που του έλεγε: —Αντώνιε, εδώ ήμουνα και σε παρακολουθούσα αοράτως. Αλλά πρόσμενα να ιδώ τον αγώνα σου. Αφού, λοιπόν, δεν νικήθηκες, αλλά υπέφερες με πίστη, θα είμαι πάντοτε κοντά σου και θα κάνω το όνομά σου ξακουστό σ’ όλο τον κόσμο. Σηκώθηκε τότε ο Άγιος και προσευχήθηκε θερμά.
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Για πιο αυστηρή άσκηση
Κατά το 285 μ.Χ., θέλει ν’ απομακρυνθεί περισσότερο από τον κόσμο. Ο Άγιος Αντώνιος ξεκινάει, για το σκληρό και δύσκολο δρόμο της ασκήσεως. Περνάει τον Νείλο ποταμό και προχωράει προς τα βουνά της δεξιάς όχθης του, που προεκτείνονται προς την Αραβία. Ο σκοτεινός διάβολος πλημμυρίζει από μίσος κατά του Άγιου. Καθώς τον βλέπει να προχωρεί, για πιο αυστηρή άσκηση και πρόοδο αγιοσύνης, ταράζεται. Δεν το βάζει όμως κάτω. Ετοιμάζεται να τον σκανδαλίσει, για τα τον ρίξει στην αμαρτία.
Ο Αργυρένιος δίσκος
Του πετάει, λοιπόν, στον δρόμο του εκεί που βάδιζε στην έρημο, ένα μεγάλο, αστραφτερό, αργυρένιο δίσκο! Ο Μέγας Αντώνιος κοντοστέκεται για λίγο και λέγει εκείνο, που κατάντησε παροιμιώδες:
Πόθεν δίσκος εν τη ερήμω;. Από που βρέθηκε ο δίσκος στην έρημο; Δική σου τέχνη είναι τούτο, διάβολε! είπε τότε ο Άγιος. Θέλεις να με εμπαίξεις. Δεν θα σού κάνω όμως την χάρη. Χάρισμά σου, λοιπόν. Πάρε τον δίσκο μαζί σου στην απώλεια, στο σκοτάδι της Κολάσεως, του φρικτού βασιλείου σου… Μόλις, όμως, είπε αυτά ο όσιος, ο δίσκος έγινε άφαντος! Ο δαίμονας είχε νικηθεί και πάλι. Σε λίγο ο Μέγας Αντώνιος συναντάει μπροστά του άφθονο χρυσάφι, που άστραφτε και γυάλιζε με τη λάμψη του. Για το χρυσάφι αυτό, δίνονται δύο εξηγήσεις.
Η μία είναι, ότι το  παρουσίασε ο διάβολος στον Άγιο, για να τον εμποδίση από τον θεάρεστο δρόμο του, για να του ανάψει την φλόγα της φιλαργυρίας και του πλούτου και έτσι να του αλλάξει τα  μυαλά. Η άλλη εξήγηση είναι, ότι το χρυσάφι αυτό, παρουσίασε ο Θεός στον Άγιο, για να δείξει στον διάβολο, ότι ο Αντώνιος, ούτε από το χρυσάφι παρασύρεται, ούτε με τίποτε άλλο αλλάζει την ευτυχία της πίστεώς του, που νοιώθει. Είναι στη Λυβική έρημο Πισπίρι, που βρίσκεται το σημερινό Δάρ -Ελ -Μεϊμούν. Φθάνει, λοιπόν, ο μεγάλος ασκητής βαθειά στην έρημο. Εδώ, αρχίζει ο Μ. Αντώνιος να ζει σε πιο αυστηρή άσκηση. Απομονωμένος από τον κόσμο εντελώς, βαθαίνει στα μυστήρια της ζωής και της Δημιουργίας.
Είκοσι ολόκληρα χρόνια,  προσεύχεται, νηστεύει, ξαγρυπνάει και αντιστέκεται στους πειρασμούς του διαβόλου. Οι επισκέπτες, που πηγαίνουν να τον δουν, ακούνε στο φρούριο άγριες κραυγές: —Φύγε από τον τόπον μας. Η έρημος είναι δική μας. Δεν θα μπορέσεις ν’ αντέξεις στις μηχανές μας.
Θα σε πιάσουμε στις παγίδες μας και στις ενέδρες μας! Οι επισκέπτες νομίζουνε στην αρχή, ότι οι φωνές είναι ανθρώπινες. Διαπιστώνουν όμως έπειτα, ότι πουθενά δεν υπάρχουν άνθρωποι, εκτός από τον γενναίο ασκητή. Καταλαβαίνουν τότε τί υπεράνθρωπη πάλη κάνει ο Άγιος με την πανουργία του διαβόλου και θαυμάζουν. Τότε ο Άγιος τους πλησιάζει γαλήνιος. Ανοίγει την εξώπορτα του φρουρίου και τους λέγει: —Μη φοβάστε, αγαπητοί μου. Αφήστε τον δαίμονα να χτυπιέται. Εσείς να κάνετε τον σταυρόν σας και να βαδίζετε άφοβα στον δρόμο σας.
Οδηγός και διδάσκαλος
Το όνομα του Μεγάλου Αντωνίου γίνεται ξακουστό. Ο θαυμασμός, για την αυστηρή ζωή, παρακινεί πολλούς να πάνε να τον δούνε. Πολλοί μοναχοί, τον βλέπουνε σαν φωτεινό παράδειγμα αγίας ζωής και θέλουν να τον μιμηθούν. Όταν, λοιπόν, μαθαίνουν που βρίσκεται, τρέχουν πολλοί με χαρά κοντά του. Κοιτάζουν με απορία το κοκαλιάρικο σώμα του και τα χάνουν. Αρκετοί, που πάσχουν από αρρώστιες, μόλος τον βλέπουν, γιατρεύονται. Πολλοί δαιμονισμένοι λυτρώνονται από τα δεσμά του διαβόλου. Ο Μέγας Αντώνιος, όλους τους δίδασκε. Δεν ήξερε βέβαια γράμματα, αλλά ο λόγος του ήτανε «ἅλατι ἠρτυμένος». Όσοι τον άκουγαν, ένοιωθαν αμέσως γαλήνη στην καρδιά του. Μεγάλωνε ο έρωτάς τους για την αρετή. Έφευγε από το σώμα τους η τεμπελιά, για τους πνευματικούς αγώνας και από την ψυχή τους ο καταστρεπτικός εγωισμός. Μάθαιναν όλοι τους, πώς να καταφρονούν τους πειρασμούς του πονηρού διαβόλου και πώς να πλησιάζουν περισσότερο τον Χριστό.
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Στην Αλεξάνδρεια κοντά στους μάρτυρες
Κατά το 311 μ.Χ. επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Μαξιμίνου, ξεσπάει άγριος διωγμός εναντίον των Χριστιανών στην Αίγυπτο. Τότε ο άγιος αφήνει την έρημο. Παίρνει μαζί του και μερικούς άλλους μοναχούς και κατεβαίνει στην Αλεξάνδρεια, έτοιμος να μαρτυρήσει, για το Χριστό. Στερεώνει τους μάρτυρες στην πίστη.
Τους δίνει κουράγιο. Τους βοηθάει στις δύσκολες στιγμές τους. Και, όταν δόθηκε εντολή, να μην πατήσει μοναχός στα δικαστήρια, ο μεγάλος ασκητής, δεν υπάκουσε. Μπήκε στο δικαστήριο και κάθισε σε σημείο, που να τον βλέπουν .
Μέσα του  κρυφόκαιγε ο πόθος να μαρτυρήσει, για την πίστη του Κυρίου, γιατί γνώριζε, ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο για τον άνθρωπο από το να αξιωθεί να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Άλλη, όμως ήτανε η βουλή του Θεού
«Άνθρωπος αμαρτωλός είμαι»
 Μια μέρα, ενώ ησύχαζε στο κελί του, προχωρεί προς τα εκεί, ένας ανώτατος αξιωματικός ονόματι Μαρτινιανός και του κτυπάει την πόρτα, λέγοντας: -Άνθρωπε του Θεού, σε παρακαλώ βοήθησε με. Έχω μια θυγατέρα, που την ενοχλεί ο διάβολος. Αρρωσταίνει φοβερά. Ζητώ την βοήθεια σου… Ο Άγιος απαντάει τότε: -Άνθρωπε, τι, θέλεις; Αμαρτωλός άνθρωπος είμαι κι εγώ όπως είσαι κι εσύ. Εάν όμως πιστεύεις στον Χριστό, πήγαινε, κάνε την προσευχή σου και θα εκπληρωθεί η επιθυμία σου. Εκείνος πίστεψε τότε ολόψυχα στο Θεό. Γονάτισε και με πόνο ζήτησε την βοήθεια του. Το θαύμα έγινε. Η θυγατέρα του θεραπεύτηκε θαυματουργικά.
Στη μακρινή έρημο
Αποφασίζει, λοιπόν, να προχωρήσει, για άλλο μέρος. Σκέφτεται να πάει στην Θηβαίδα… Παίρνει, λοιπόν, δυο καρβέλια ψωμί και κατεβαίνει στο ποτάμι. Εκεί, περιμένει να φανεί κανένα πλοιάριο η καμιά βάρκα για να τον περάσει απέναντι. Ξαφνικά ακούει μια φωνή, να του λέγει: —Πού πήγαινες, Αντώνιε; —Οι όχλοι μού ζητούν να κάνω θαύματα παραπάνω από τις δυνάμεις μου. Φεύγω, λοιπόν, για να ησυχάσω στην άνω Θηβάιδα, είπε ο Άγιος. —Και στη Θηβαίδα να πάς θα έρθουν να σε βρούνε. Για να ησυχάσεις, λοιπόν, προχώρα βαθύτερα στην έρημο. —Και ποιος θα μου δείξει τον δρόμο, αφού δεν τον ξέρω; ρώτησε ο Αντώνιος. Τότε, η αόρατη φωνή του ουρανού, του έδηξε ν’ ακολουθήσει μερικούς Σαρακηνούς, που περνούσανε εκείνη την στιγμή κοντά του, για να φτάσει έτσι στον τόπο, που θα εύρισκε ησυχία και γαλήνη. Οι Σαρακηνοί δέχτηκαν με χαρά να τον καθοδηγήσουν. Περπάτησε μαζί τους στην έρημο τρία μερόνυχτα. Έφτασε τελικά, κοντά σ’ ένα ψηλό βουνό, που βρίσκεται στην περιοχή της Ερυθραίας, Εκεί, βρήκε άφθονο γάργαρο και κρύο νερό, κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Υπήρχαν δε και αρκετοί φοίνικες. Το σημείο εκείνο ήταν αρκετά εύφορο. Εκεί τον άφησαν οι Σαρακηνοί, κατά την επιθυμία του, αφού του έδωσαν προηγουμένως μερικούς άρτους. Ύστερα από λίγο καιρό, μαθαίνουν οι μαθητές του, που βρίσκεται. Με στοργή και αγάπη τρέχουν κοντά του. Τον συμβουλεύονται στις δυσκολίες, που συναντούν και πιο πολύ τον προσέχουν και τον φροντίζουν. Ο Μέγας Αντώνιος σκέπτεται τους κόπους, την απόσταση και την ταλαιπωρία των μοναχών, που τον εφοδιάζουν με ψωμί και τους λυπάται. Για να τους απαλλάξει, λοιπόν, από τα δρομολόγια, τους ζητάει να του φέρουν σκαφτικά, γεωργικά, εργαλεία και λίγο σιτάρι, για σπορά. Όταν του φέρανε αυτά, που ζήτησε, επιδόθηκε στην μικροκαλλιέργεια. Έσκαψε την γη κι’ έσπειρε το σιτάρι. Έπειτα το φρόντιζε. Μόλις είδε ο Άγιος την ευφορία της γης, αλλά και την ανάγκη των επισκεπτών του να θέλουν να βάλουν κάτι στο στόμα τους, φύτεψε και λαχανικά. Δεν τον άφησαν όμως τ’ άγρια ζώα σε ησυχία. Κατέβαιναν στην πηγή, έπιναν νερό κι’ έπειτα έμπαιναν στα σπαρτά του και στο κήπο και του τα κατέστρεφαν. Ο Άγιος έπιασε μια μέρα ένα απ’ αυτά τα ζώα και του μιλούσε, όπως μιλάνε σε λογικούς ανθρώπους: — Γιατί με ζημιώνετε, του είπε. Εγώ σάς ζημιώνω; Πηγαίνετε λοιπόν στ’ όνομα του Κυρίου και μη με ξαναπλησιάσετε. Και τότε έγινε το έξης θαυμαστό. Τα άγρια ζώα ούτε τον κήπο του χαλάσανε, ούτε κατεβήκανε άλλη φορά στην πηγή εκείνη, για να πιούν νερό!
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Ανάμεσα στα λιοντάρια
Μια νύχτα, που ο Μέγας Αντώνιος αγρυπνούσε στην προσευχή, ο διάβολος μάζεψε όλα τα λιοντάρια της ερήμου και με αυτά τον περικύκλωσε στο καλύβι του. Βγήκε λοιπόν με θάρρος από την καλύβι του και μέσα στην νύχτα φώναξε δυνατά στα θηρία: —Εάν επήρατε από τον Θεό εξουσία εναντίον μου, τότε προχωρείτε και κατασπαράξτε με! Εάν όμως σας έφερε εδώ με τη βία ο σατανάς, πάρτε δρόμο, φύγετε, είμαι δούλος του Χριστού! Τότε τα λιοντάρια βουβά σκορπίσανε με ορμή, σα να τα κτύπησε ξαφνική καταιγίδα. Ο δε Άγιος συνέχισε την προσευχή του.
Διδάσκει και θαυματουργεί
Το όνομά του γίνεται πλέον παντού ξακουστό. Όλοι κάτι έχουν ακούσει, για τον μεγάλο και ασύγκριτο ασκητή της ερήμου. Όλοι έχουν ανάγκη ν’ ακούσουν κάτι από τον φωτισμένο άνδρα. Μοναχοί από μακρινά Μοναστήρια τον καλούνε για να τους διδάξει και να ωφεληθούν από την παρουσία του. Εκείνος για να ωφελήσει τις ψυχές τους με ταπεινοφροσύνη, περνάει από Μοναστήρι σε Μοναστήρι. Τους διδάσκει την αγάπη, την καρτερικότητα και την πάλη με τη σάρκα. «Φυλάττεσθε, ἔλεγε, ἀπό ρυπαρούς λογισμούς καί σαρκικᾶς ἠδονᾶς. Μή ἀπατάσθε χορτασία κοιλίας, φεύγετε τήν κενοδοξίαν καί συνεχῶς προσεύχεσθε». Τα λόγια του θερμαίνουν τις καρδιές. Δυναμώνουν την πίστη, δίνουν ζωή και όρεξι, για θεία άσκηση, για αγώνες αρετής και αγιοσύνης. Σ’ ένα από τα γυναικεία Μοναστήρια συνάντησε και την αδελφή του, η οποία γριά πλέον, είχε γίνει Καθηγουμένη του Μοναστηρίου. Μεγάλη χαρά πήρε από την συνάντηση εκείνη ο Άγιος. Το όνομα του Όσιου, όπως είπαμε, ήτανε πλέον γνωστό, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους εθνικούς, τους ειδωλολάτρες, στους άρχοντες και βασιλιάδες. Μια μέρα επισκέφτηκε τον Άγιο ένας άρχοντας από το παλάτι του βασιλέως. Ο άρχοντας εκείνος λεγόταν Φρόντων. Έπασχε δε από μια φοβερή αρρώστια. Από την αρρώστια του εκείνη κινδύνευε να τυφλωθεί. Έπεσε λοιπόν στα πόδια του Άγιου και τον παρακαλούσε να τον γιατρέψει. Ο Μέγας Αντώνιος, αφού του έκαμε μια προσευχή του είπε: —Φύγε και στον δρόμο θα θεραπευτείς! Εκείνος όμως δεν έφευγε. Περίμενε πρώτα να θεραπευτεί κι’ έπειτα ν’ αναχωρήσει. Τότε ο Άγιος του επανέλαβε: —Όσο καιρό κάθεσαι εδώ, δεν πρόκειται να γίνει τίποτε. Πήγαινε λοιπόν και μέχρις ότου φτάσεις στην Αίγυπτο θα γίνεις καλά! Τότε πίστεψε ο άρρωστος στην υπόσχεση του Όσιου, πίστεψε όμως και στην δύναμη του Θεού κι’ έφυγε ευχαριστημένος.
Πολεμάει την αίρεση του Αρειανισμού
Το 338 μ.Χ. ενώ βρίσκεται σε βαθειά γεράματα, η Ορθοδοξία του ζητάει την βοήθειά του. Οι Αρειανοί ταράζουν την γαλήνη της Εκκλησίας και προσπαθούν να παραποιήσουν την πίστη. Οι παρακλήσεις των επισκόπων και των μοναχών να πάρει μέρος σ’ αυτή την μάχη κατά του Αρειανισμού τον ξεσηκώνουν. Κατεβαίνει τότε από το βουνό ο Άγιος και προχωράει, σαν θεϊκός σίφουνας, προς την Αλεξάνδρεια. Εκεί πρωταγωνιστεί. Πολεμάει με ζωτικότητα την αίρεση. Αποκηρύσσει τους Αρειανούς και την αίρεση τους. Την ονομάζει πρόδρομο του Αντίχριστου.
Οι διψασμένοι Μοναχοί
Μια μέρα, λοιπόν, εκεί στο ασκητήριο είχανε συγκεντρωθεί αρκετοί επισκέπτες συζητούσανε, ο Άγιος σταμάτησε την συζήτηση και τους είπε: —Πάρτε μια στάμνα, γεμίστε την νερό και τρέξτε πίσω από αυτούς τους μεγάλους λόφους. Εκεί βρίσκονται δύο μοναχοί, που θέλουν να έρθουν εδώ. Τους τελείωσε όμως το νερό και ο ένας πέθανε από την δίψα. Τρέξτε λοιπόν να προλάβετε τον άλλον, που κινδυνεύει. Οι καλόγεροι έτρεξαν στο μέρος που τους έδειξε ο Άγιος. Έφτασαν εκεί ύστερα από ώρες ολόκληρες πορείας. Είδαν δε τότε ότι συνέβαινε αυτό ακριβώς, που τους είχε προειπεί ο Άγιος. Τα χάσανε τότε και δοξάσανε τον Θεό. Συνέφεραν έπειτα τον Μοναχό, που κινδύνευε να πεθάνει και γυρίσανε στο ερημητήριο του μεγάλου ασκητού σκεπτικοί.
Ο Μέγας Αντώνιος και ο Άγιος Ευλόγιος
Ο Άγιος Ευλόγιος έζησε στην Αλεξάνδρεια. Αυτός βρήκε κάποτε στον δρόμο ένα γέροντα λεπρό και εγκαταλελειμμένο. Δεν είχε κανένα να τον φροντίζει. Τον λυπήθηκε και σκέφθηκε να τον πάρει στο σπιτάκι του. Εκεί να το περιποιείται, για να το βρει η ψυχή του, όπερ και έπραξε. Ο Ευλόγιος εργαζόταν την ημέρα έξω, διά να μπορεί να εξοικονομεί τα προς το ζην και το βράδυ φρόντιζε τον γέροντα, με κίνδυνο, φυσικά της ζωής του, διότι η λέπρα είναι μεταδοτική. Κατόπιν όμως μπήκε ο δαίμονας μέσα στον γέροντα και έβγαλε παραξενιές. Άρχισε ν’ αναποδιάζει, να νευριάζει και να φωνάζει. —Μ’ αφήνεις εδώ μονάχον και συ γυρίζεις. Κάνεις τον Άγιο. Είσαι υποκριτής. Δεν μπορούσε δε να τον ευχαριστήσει ο Ευλόγιος με τίποτε και να τον καταπραΰνει. Αυτή η αχαριστία και η αναποδιά του γέροντα διήρκεσε δέκα επτά χρόνια. Τότε ο Άγιος Ευλόγιος σκέφθηκε να τον παρατήσει και να τον διώξει. Σηκώθηκε και πήγε σ’ ένα Μοναστήρι, το όποιον θα επισκέφτηκε τότε ο Μέγας Αντώνιος, για να τον ερωτήσει. Δεν τον γνώριζε και για πρώτη φορά θα τον έβλεπε. Εκεί ήτανε και άλλοι πολλοί, που περιμένανε τον Άγιο Αντώνιο. Να ο Αντώνιος φάνηκε που ερχόταν. Σταμάτησε όμως και φώναξε τον Ευλόγιο μέσα από το πλήθος, τον όποιον, όπως είπαμε, δεν είχε δει ποτέ, ούτε και ο Ευλόγιος τον Αντώνιο. —Ευλόγιε, του είπε, τί θέλεις εδώ εσύ; Τρέξε γρήγορα στην δουλειά σου, για να μην χάσης τον μισθό δεκαεφτά ετών. Πράγματι! Ο Ευλόγιος γύρισε αμέσως στο σπιτάκι του και ξαναπεριποιείτο τον λεπρό γέροντα, όπως, και πριν. Αλλά σε τρεις ημέρες ο γέροντας απέθανε! Και στις σαράντα ημέρες του γέροντα απέθανε και ο Ευλόγιος!
Αύτη είναι η ψυχή του Αμμούν
Άλλη μια φορά, ενώ καθότανε ο Άγιος στο βουνό και συζητούσε με τους μαθητές του, είδε ξαφνικά μια ολόλευκη ψυχή ν’ ανεβαίνει στους ουρανούς. Την στιγμή δε εκείνη γινότανε μεγάλη χαρά. Πανηγυρίζανε οι Άγιοι Άγγελοι. Σηκώθηκε αμίλητος ο Αντώνιος και κοίταξε εκστατικά τον ουρανό. Μακάριζε δε την ψυχή εκείνη, που βάδιζε, για την αιωνία χαρά του ουρανού. Παρακαλούσε δε μυστικά τον Θεό να του φανερώσει σε ποιόν ανήκε η λυτρωμένη εκείνη ψυχή. Τότε άκουσε μια φωνή από τον ουρανό, που του είπε! —Αυτή είναι η ψυχή του Αμμούν. Ο Αμμούν ήτανε ασκητής στην έρημο της Νιτρίας, η οποία βρισκότανε πολύ μακριά από τον Μέγα Αντώνιο. Οι μαθητές του Όσιου Αντωνίου, μόλις τον είδανε έτσι να χαίρετε και να θαυμάζει, τον ρωτήσανε: —Τί συμβαίνει; Βλέπεις τίποτε; Ακοής τίποτε; Και ο θειος ασκητής τους είπε: —Την ώρα αυτή πέθανε ο Αμμούν, ο συνασκητής και φίλος μου! Οι μαθητές του τα χάσανε. Σημειώσανε όμως την ημέρα αυτή και την ώρα, που είδε ο Άγιος ξυπνητός το δράμα. Ύστερα από τριάντα μέρες έφτασαν στο ερημητήριο του Αγίου μερικοί Μοναχοί από την Νιτρία και ανέφεραν την ημέρα και την ώρα του θανάτου του ασκητού Άμμουν. Κατάλαβαν τότε όλοι, ότι ο Αμμούν είχε πεθάνει την ημέρα, που ο Άγιος Αντώνιος έβλεπε την ψυχή του ολόλευκη ν’ ανεβαίνει στον ουρανό. Και όλοι, όσοι μαθαίνανε αυτά χαιρότανε και θαυμάζανε τον μεγάλο ασκητή της ερήμου Αντώνιο.
Διώχνει τα δαιμόνια
Με το πέρασμα των χρόνων, οι δαίμονες εξακολουθούν να πειράζουνε τον Άγιο, αλλά δεν ελπίζουν πλέον να τον νικήσουν. Αντίθετα αρχίζουν τώρα και τον φοβούνται. Η προσευχή του είναι πανίσχυρη, διότι η πίστης του είναι μεγάλη και η ψυχή του αγνή. Μια μέρα, που ο Άγιος περνούσε το ποτάμι μ’ ένα πλοιάριο, διότι ήθελε να επισκεφτεί τα Μοναστήρια, του ήρθε στη μύτη μια βρωμερή οσμή. —Κάτι βρωμάει φοβερά! είπε ο Μέγας Αντώνιος. —Μήπως κανένα ψάρι; τον ρωτήσανε. —Όχι. Άλλη δυσωδία νοιώθω.. Εκείνη την στιγμή ακούστηκε από τ’ αμπάρι του πλοίου μια φοβερή κραυγή νέου, που είχε μέσα του δαιμόνιο και τον βασάνιζε. Τότε ο Άγιος έκανε θερμή προσευχή στο Θεό και απάλλαξε τον νέον από το μαρτύριο του διαβόλου. Τον άφησε ήσυχο, ήρεμο, γαλήνιο και υγιή να συνέχιση την εργασία του και την ζωή του, όπως όλοι οι άνθρωποι. Όλοι τότε καταλάβανε, ότι η βρωμιά εκείνη δεν ήτανε τίποτε άλλο, παρά ο βρωμερός και απαίσιος δαίμονας, που βασάνιζε τον νέο. Σ’ έναν άλλο πάλι νέο ο διάβολος του έκανε φοβερά μαρτύρια. Τον καταντούσε έτσι, ώστε να τρώγει τις σάρκες του. Τον βασάνιζε πολύ σκληρά. Οι γονείς του απελπισμένοι τον έφεραν στον Μέγα Αντώνιο. Ο Άγιος λυπήθηκε τον νέο και είπε στους γονείς του ότι θα αγρυπνήσει και θα προσευχηθεί γι’ αυτόν, αλλά μαζί του πρέπει ν’ αγρυπνήσουν και να προσευχηθούν κι’ εκείνοι. Πράγματι κάνανε μια προσευχή πολύ κατανυκτική. Κατά τα ξημερώματα όμως αγρίεψε ο άρρωστος. Όρμησε με οργή εναντίον του Άγιου και τον έριξε κάτω. Πικράθηκαν από την διαγωγή του παιδιού των οι δυστυχισμένοι γονείς. Ο πολύπαθος όμως, από τα τεχνάσματα του διαβόλου ασκητής, τους είπε: —Μην λέτε τίποτε εναντίον του παιδιού. Δεν φταίει αυτό, αλλά ο δαίμονας, που οργίστηκε διότι πήρε εντολή από τον Θεό να βγει από μέσα του και να τον αφήσει ελεύθερο. Αυτό είναι το σημάδι, ότι βγήκε το δαιμόνιο. Δοξάστε τον Θεό… Και πράγματι το παιδί ημερωμένο έπειτα, σηκώθηκε και φιλούσε ευτυχισμένο τα χέρια του Μεγάλου Αντωνίου. Το δαιμόνιο έφυγε.
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
Δίνει Λύσεις
Ο Άγιος έδινε λύσεις σε σοβαρά προβλήματα πολλών μεγάλων ανδρών, όταν του ζητούσαν την συμβουλή του. Και δεν ήτανε λίγοι εκείνοι, που του έγραφαν… Τις απαντήσεις βέβαια δεν τις έγραφε μόνος του, γιατί δεν ήξερε, όπως είπαμε γράμματα. Έλεγε όμως σε κάποιον άλλο ασκητή, που ήξερε να γράφει, λέξη προς λέξη την απάντηση ή την συμβουλή και εκείνος την έγραφε. Τα γράμματά του γραφτήκανε όλα στην κοπτική γλώσσα. Αυτή τη γλώσσα ήξερε ο Άγιος. Έπειτα δε γίνανε και μεταφράσεις τους στην Ελληνική.
Ωφέλιμος συνομιλητής
Πολλές φορές, που τον ρωτούσανε, πώς μπορεί να ζει, χωρίς να διαβάζει βιβλία, τους απαντούσε με ευστροφία: — Το δικό μου βιβλίο είναι η φύσις των γεγονότων. Είναι η Δημιουργία του μεγαλοδύναμου Θεού! Άλλοτε πάλι θέλοντας να παρηγορήσει ένα τυφλό μοναχό, Δίδυμο ονομαζόμενο, του έλεγε: —Δίδυμε, διόλου να μην ταράσσεσαι, διότι έχασες τους αισθητούς οφθαλμούς σου. Αντιθέτως να χαίρεσαι, διότι έχεις ανοιχτό τα μάτια της ψυχής, με τα όποια βλέπεις τον Θεό και καταλαβαίνεις το φως των λόγων Του. Όπου περνάει αφήνει τον πλούτο της ψυχικής του ευφορίας ν’ ακτινοβολήσει. Ποτέ δεν ταράζεται. Ποτέ δεν σκυθρωπιάζει. Είναι πάντα γαλήνιος. Μα σαν πρόκειται να παλέψει για την πίστη και να πολεμήσει τις αιρέσεις, φουντώνει και θεριεύει. Γίνεται αθλητής της πίστεως. Γίνεται δύναμης φοβερή και τρομερή, που γκρεμίζει τις πλάνες των αιρετικών. «Ἀντώνιος σᾶς ἀποχαιρετᾶ….» Τώρα ο Άγιος είναι πλέον πολύ γέροντας. Είναι 105 χρονών. Μέχρι τώρα τίποτε δεν ένοιωσε στο κορμί του. Ποτέ του δεν αισθάνθηκε πόνο ή πυρετό ή δυσθυμία. Σε όλη του την ζωή πετούσε ανάλαφρα. Οι μπόρες, τα άγρια κρύα και οι μεγάλες ζέστες δεν τον πειράζανε. Ως τα βαθιά του γεράματα έμεινε ακμαίος και στο σώμα και στην ψυχή. Και όταν ήρθε ο χρόνος να αποχωριστεί η ψυχή από το βασανισμένο κορμί του, το προαισθάνθηκε. Και τις τελευταίες αυτές μέρες της ζωής του θέλησε να τις εκμεταλλευτή, για το καλό των μαθητών του. Παρά τα γεράματά του επισκέφτηκε πολλά μοναστήρια κι’ έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες. Τους είπε πώς ν’ αγωνίζονται κατά του διαβόλου και ν’ αποφεύγουν τους αιρετικούς. Οι μοναχοί του έλεγαν να μην γυρίσει πίσω στην έρημο, στο ησυχαστήριο του, αλλά να μείνει κοντά τους. Ο Άγιος όμως επέστρεψε στην έρημο. Ζήτησε δε να μην μουμιοποίησουν το σώμα του, όπως συνηθίζανε οι Αιγύπτιοι, αλλά να ταφή εκεί κοντά στην έρημο, σε σημείο που να μην το ξέρει κανένας. Δεν ήθελε μεταθανάτιες τιμές. Λίγο προτού κλείσει τα μάτια του, λέγει στους μοναχούς, που βρίσκονται κοντά του, ότι αφήνει την μηλωτή, τον μανδύα του, για τον Μέγα Αθανάσιο, ο όποιος του τον είχε χαρίσει κάποτε καινούργιο. Κατόπιν ο Μ. Αθανάσιος τον φορούσε πάντοτε ως φυλαχτό. Τους προβάτινους χιτώνες τους, τους άφησε στο μοναχό Σεραπίωνα. Έπειτα, αφού τους κοίταξε κατάματα τους είπε: Ο Αντώνιος σας αποχαιρετά και φεύγει. Και με τα λόγια αυτά παρέδωσε την αμόλυντη ψυχή του στον Θεό. Τον έθαψαν κατά την επιθυμία του, σε άγνωστο μέρος. Ο τάφος του έμεινε, πράγματι, άγνωστος. Ουδείς ξέρει, που ετάφη. Ήταν 17 Ιανουαρίου 356 μ.Χ. Έζησε 105 χρόνια.
Στίχος
Έχει τι μείζον ουρανός και των Νόων, Έξαρχον Αντώνιον Ασκητών έχων. Εβδομάτη δεκάτη Αντώνιον ένθεν άειραν.
Απολυτίκιον Ήχος δ .
Τον ζηλωτήν Ηλίαν τοις τρόποις μιμούμενος’ τω Βαπτιστή ευθείαις ταις τρίβοις επόμενος πάτερ Αντώνιε, της ερήμου γέγονας οικιστής, και την οικουμένη εστήριξας ευχαίς σου. Διο πρέσβευε Χριστώ τω θεώ, σωθίναι τος ψυχάς ημών.
Κοντάκιον Ήχος β . Τα άνω ζητών.
Τους βιοτικούς, θορύβους απωσάμενος ησυχαστικώς, τον βίον εξετέλεσας τον Βαπτιστήν μιμούμενος κατά πάντα τρόπον, οσιώτατε. Συν αύτω ουν σε γεραίρομεν Αντώνιε πάτερ των πατέρων κρηπίς. 

πηγή


Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής

Ο τελευταίος και μεγαλύτερος από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ονομάζεται «Πρόδρομος», γιατί με το κήρυγμα και με το έργο του εσήμανε τον ερχομό του Ιησού Χριστού και «Βαπτιστής», διότι βάπτιζε τους ανθρώπους στον Ιορδάνη ποταμό και εβάπτισε και τον Ιησού Χριστό. Το βάπτισμα του Προδρόμου ήταν μία συμβολική πράξη καθαρμού εκείνων, που πήγαιναν σ’ αυτόν να εξομολογηθούν, ήταν όμως και ο τύπος του βαπτίσματος του Ιησού Χριστού, γι’ αυτό και ο Ιωάννης έλεγε: «Εγώ μεν εβάπτισα υμάς εν ύδατι, αυτός βαπτίσει υμάς  εν Πνεύματι Αγίω» (Μάρκου α΄ 8).
Ο Ιωάννης (εξελληνισμένος τύπος του εβραϊκού ονόματος Γιοχανάν, που σημαίνει «παρά Θεώ εύρον χάριν») γεννήθηκε με θαυμαστό τρόπο από τον ιερέα Ζαχαρία και τη γηραιά Ελισάβετ. Ήταν συγγενής του Ιησού Χριστού από την πλευρά της μητέρας του και έξι μόλις μήνες μεγαλύτερός του. Έζησε ασκητικό βίο στην έρημο και δεν δίστασε να ελέγξει απερίφραστα και κατά πρόσωπο την αδικία και την ηθική υπόσταση των ανθρώπων της εποχής του. Αυτό έγινε αιτία να συλληφθεί και να φυλακισθεί από τον τοπάρχη της Ιουδαίας Ηρώδη Αντύπα, που συζούσε παράνομα με την Ηρωδιάδα, σύζυγο του αδελφού του Ηρώδη Φιλίππου. Η Ηρωδιάδα έπεισε την κόρη της Σαλώμη να ζητήσει την «κεφαλήν του Ιωάννου επί πίνακι» (Μάρκου στ΄25) ως δώρο γενεθλίων και ο Ηρώδης Αντύπας για να την ευχαριστήσει διέταξε τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη.
Ο  Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής είναι από τους δημοφιλέστερους αγίους στην Ελλάδα. Θεωρείται προστάτης και φύλακας της κουμπαριάς και των νοσούντων από ελονοσία. Το όνομά του αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα βαφτιστικά ονόματα και είναι παράγωγο πολλών επωνύμων. Μεγάλος αριθμός εκκλησιών και ξωκλησιών φέρουν το όνομά του, καθώς και εκατοντάδες οικισμοί. Η μνήμη του τιμάται από τον Χριστιανισμό έξι φορές τον χρόνο:
  • 7 Ιανουαρίου, Σύναξη του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου.
  • 24 Φεβρουαρίου, Α' και Β' Εύρεσις της τιμίας κεφαλής του αγίου προφήτου, προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννου.
  • 25 Μαΐου, Γ' Εύρεσις της τιμίας κεφαλής του αγίου προφήτου, προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννου.
  • 24 Ιουνίου, Γενέθλιον του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Την παραμονή της εορτής κυριαρχούν πυρολατρικά έθιμα (Φωτιές τ’ Αϊγιαννιού).
  • 29 Αυγούστου, Αποτομή της κεφαλής του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Η ημέρα θεωρείται πένθιμη και συνδέεται με αυστηρή νηστεία.
  • 23 Σεπτεμβρίου, Σύλληψις Τιμίου Προδρόμου.
πηγή

Απολυτίκιο

Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων· σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Κυρίου Πρόδρομε· ανεδείχθης γαρ όντως και Προφητών σεβασμιώτερος, ότι και εν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τον κηρυττόμενον. Όθεν της αληθείας υπεραθλήσας, χαίρων ευηγγελίσω και τοις εν Άδη, Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου, και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Η Βάπτιση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού - Τα Άγια Θεοφάνεια


Οι Χριστιανικές γιορτές είναι γεγονότα, που έχουν σκοπό να καθοδηγήσουν τον άνθρωπο στο μεγάλο μυστήριο της σωτηρίας και για αυτό είναι λυτρωτικές για τον πιστό. Έτσι ο χρόνος για τον άνθρωπο, που συμμετέχει σε όλες τις γιορτές της Εκκλησίας, μεταφέρει το μήνυμα της εν Χριστώ αναγέννησης, την οποία καμία άλλη κοσμική γιορτή δεν μπορεί να προσφέρει ή να αντικαταστήσει.
Τα Θεοφάνεια ή Θεοφάνια ή γιορτή των Επιφανείων ή Αγίων Φώτων είναι μια από τις δεσποτικές γιορτές του Χριστού μας μέσα στο λειτουργικό πλαίσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που γιορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου. Είναι η τρίτη και τελευταία γιορτή του Δωδεκαημέρου (γιορτών των Χριστουγέννων). Η γιορτή αυτή είναι η αρχαιότερη μετά το Πάσχα δεσποτική γιορτή, που άρχισε κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. και συνδέεται με την αποκάλυψη του Θεού, δηλαδή τη φανέρωση του ενός Τριαδικού Θεού στην ενανθρώπηση του Υιού του Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Είναι η αρχή της δημόσιας φανέρωσης της ένσαρκης οικονομίας του Υιού του Θεού, που συνδέεται με τη βάπτιση Tου στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και η οποία τον ανέδειξε Σωτήρα και Λυτρωτή του κάθε πιστού. Η βάπτιση του Χριστού μας κατέστη ο θεμέλιος λίθος της σύνδεσης του κάθε πιστού με το μυστήριο της βάπτισής του, με το οποίο ξαναγεννιέται και εισέρχεται στη νέα εν Χριστώ ζωή.
Στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού η Μητρόπολη των Εορτών, τα Χριστούγεννα, και τα Θεοφάνεια γιορτάζονταν μαζί. Τον 4ο αιώνα μ.Χ., όμως, τα Χριστούγεννα χωρίστηκαν από τα Θεοφάνεια και αποτέλεσαν ιδιαίτερη Δεσποτική γιορτή, που γιορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου.
Η αρχή της γιορτής είναι ανάλογη με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Στις 6 Ιανουαρίου, οι Εθνικοί της Αιγύπτου και Αραβίας γιόρταζαν το χειμερινό ηλιοστάσιο, το οποίο κατά τους αρχαίους υπολογισμούς συνέπιπτε με την 6η Ιανουαρίου. Στους ψεύτικους Θεούς των ειδωλολατρών, η Χριστιανική Εκκλησία πρόβαλε τον αληθινό Θεό, Βασιλέα Χριστό, τα αληθινά Θεοφάνεια. Επίσης, τη λατρεία του ήλιου, που νικά κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο το σκοτάδι της νύχτας, αντικατέστησε με τη λατρεία του αληθινού ήλιου, του Χριστού, μεσσία και λυτρωτή, που κατά τον Ησαΐα ανέτειλε στο εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενο κόσμο. Η φωνή του Πατέρα, που ακούγεται κατά τη βάπτιση του Χριστού υποδηλώνει την ενθρόνισή Του, ως του μόνου και αληθινού Βασιλέως και Κυρίου της ανθρωπότητας. Στον Ιορδάνη ποταμό, ο Χριστός αγίασε τα ύδατα, ώστε να γίνουν, σύμφωνα και με τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο σε ομιλία του για τον Μεγάλο αγιασμό στη γιορτή των Θεοφανείων, κατά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και τον καθαγιασμό του ύδατος από τον ιερέα ...πηγή αφθαρσίας, αγιασμού δώρον, λυτήριo (συγχωρητικό) αμαρτημάτων, αλεξιτήριο (φάρμακο) νοσημάτων, δαίμοσιν ολέθριον (εξολοθρευτικό δαιμόνων). Στους πρώτους μάλιστα Χριστιανικούς αιώνες, την ημέρα των Θεοφανείων γινόταν και ο φωτισμός, δηλαδή το βάπτισμα των κατηχουμένων, από το οποίο η γιορτή των Θεοφανείων ονομάστηκε και γιορτή των Φώτων.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, στο ευαγγέλιό του, αναφαίρει τη σχέση της Βάπτισης του Χριστού και του μυστηρίου του βαπτίσματος. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος μιλά, για το βάπτισμα του ύδατος, το οποίο εκείνος υπηρετούσε σύμφωνα με τη θεία εντολή, και εξηγεί, ότι ο ερχόμενος Χριστός θα το μετέτρεπε σε βάπτισμα Πνεύματος, με το οποίο θα εισέρχονταν οι άνθρωποι στη βασιλεία του Θεού: Ο Ιωάννης μαρτύρησε και είπε, ότι είδε το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν Περιστερά από τον ουρανό και να μένει πάνω Του. Επίσης, είπε, ότι δεν τον γνώριζε, αλλά Εκείνος, που τον έστειλε του είπε, ότι σε όποιον δεις το Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει επάνω του, αυτός θα είναι Εκείνος, που θα βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο. Είπε, ακόμη, ότι το είδε αυτό και το μαρτύρησε, ότι δηλαδή αυτός είναι ο Υιός του Θεού (Ιωάνν.: Α: 32-34). Αυτό, ακριβώς διαβεβαίωσε, και ο ίδιος ο Κύριος, όταν είπε στον Νικόδημο, Αμήν, αμήν σου λέγω, εάν κάποιος δεν γεννηθεί εξ ύδατος και πνεύματος δεν είναι δυνατόν να εισέλθει εις την βασιλεία του Θεού (Ιωάνν.: Γ: 4-6). Η κάθοδος, λοιπόν, του Αγίου Πνεύματος στη βάπτιση του Χριστού φανέρωσε το μυστήριο του βαπτίσματος, το οποίο επιτελεί ο Χριστός με το Άγιο Πνεύμα. Είναι το βάπτισμα, το οποίο παρέδωσε ο Χριστός στους μαθητές Του σαν βασικό στοιχείο της αποστολικής διακονίας τους στον κόσμο.
Στους δύο συνοπτικούς Ευαγγελιστές, τους Ματθαίο και Μάρκο, τονίζεται η αναγκαιότητα του μυστηρίου του βαπτίσματος, ως μέσο συμμετοχής των ανθρώπων στη σωτηρία, που προσφέρει ο Χριστός. Αυτό φαίνεται, στην εντολή του Αναστημένου Κυρίου στους μαθητές Του να κηρύξουν το Ευαγγέλιο και να βαπτίσουν τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Πορευθείτε λοιπόν, μαθητεύσατε όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα σας παράγγειλα ( Ματθ΄: ΚΗ: 19-20). Το ίδιο ακριβώς αναφέρει και ο Μάρκος με συντομότερο τρόπο. Πορευθείτε σε όλον τον κόσμο και κηρύξτε το Ευαγγέλιο σε ολόκληρη την κτίση. Όποιος πιστέψει και βαπτιστεί θα σωθεί (Μάρκ.: ΙΣΤ: 15-16).
Έτσι, το βάπτισμα του Ιωάννη του Βαπτιστή είναι η αφετηρία της επανασύνδεσής μας με το δημιουργό μας, που είναι και ο αρχηγός και τελειωτής της σωτηρίας μας. Το βάπτισμα του Προδρόμου ήταν βάπτισμα μετανοίας, που υποδήλωνε την επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό και την υπακοή του στο θείο θέλημα. Ήταν ένα είδος προπαρασκευής και προετοιμασίας, που απέβλεπε στη μεσολάβηση του Θεού μέσω του Μεσσία, δηλαδή στη δικαίωση των ανθρώπων και στη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα λόγια του Χριστού προς τον Βαπτιστή Ιωάννη (Ματθ. Γ: 14-17). Όταν ο Χριστός προσήλθε στο βάπτισμα του Ιωάννη, σαν άνθρωπος αποδέχτηκε το θείο θέλημα εκ μέρους ολόκληρης της ανθρωπότητας. Και τότε η μαρτυρία του ουράνιου Πατέρα, που τον αναγνώρισε σαν τον Υιό Του τον αγαπητό και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος σωματικά εν είδη περιστεράς σήμανε την αποδοχή του Χριστού από τον Πατέρα ως τον Μεσσία, που θα φέρει τη βασιλεία του Θεού στους ανθρώπους. Στον Εσπερινό της παραμονής των Θεοφανείων, ακούγεται το Λύτρωση έρχεται ο Χριστός να δώσει με τη βάπτιση σε όλους τους πιστούς. Γιατί με αυτήν καθαρίζει τον Αδάμ, υψώνει τον πεσμένο, ντροπιάζει τον τύραννο, που προκάλεσε την πτώση, ανοίγει τους ουρανούς, κατεβάζει το θείο Πνεύμα, και χαρίζει την αφθαρσία (Ωδή 8η). Ακόμη, σήμερα στα ρείθρα του Ιορδάνη ήρθε ο Κύριος, και λέει στον Ιωάννη: Μη δειλιάσεις να με βαπτίσεις, γιατί ήρθα να σώσω τον Αδάμ τον πρωτόπλαστο (Οίκος). Τέλος, ως άνθρωπος ήρθες Χριστέ Βασιλεύ στον ποταμό, και δουλικό βάπτισμα σπεύδεις να λάβεις από τα χέρια του Προδρόμου, για τις δικές μας αμαρτίες, φιλάνθρωπε! (Σωφρονίου Ιεροσολύμων). Ο απόστολος Παύλος αναφαίρεται, επίσης, στην επιφάνεια της δόξης του μεγάλου Θεού (Τίτ.: Β: 13), και τονίζει ότι, διά του Χριστού, επεφάνη η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις (Τίτ.: Β: 11). Δεν παραλείπει, ακόμη, να μιλήσει για τον Θεό, που εφανερώθη εν σαρκί (Α´ Τιμοθ.: Γ: 16). Αναμφίβολα, τόσο οι φράσεις του Αποστόλου των Εθνών, όσο και η εκκλησιαστική υμνωδία εισαγάγουν τους πιστούς στο μυστήριο της σωτηρίας και του αγιασμού. Η γιορτή των Θεοφανείων είναι προσκλητήριο ανανέωσης και επιστροφής στον Κύριο της δόξης, ο οποίος αν και ήταν Θεός ταπείνωσε τον εαυτόν του και έγινε άνθρωπος, αναμάρτητος, συγχωρητικός και ελεήμων, η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Το βαθύτερο νόημα της γιορτής των Θεοφανείων, όμως, φανερώνεται σε εκείνους, που θα καθαρίσουν με τον αγιασμό τις αισθήσεις τους από το σκοτάδι της αμαρτωλής καθημερινότητας, για να ελευθερωθούν και σωθούν.




Κοντάκιο Θεοφανίων:

Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη
και το Φως Σου Κύριε εσημειώθη εφ΄ ημάς
εν επιγνώσει υμνούντας Σε
Ήλθες εφάνης το Φως το απρόσιτον.
Μεγαλυνάριο Θεοφανίων:
Σήμερον επέφανεν ο Σωτήρ
εν μορφή ως δούλου βαπτισθήναι
μετά σαρκός υπό Ιωάννου εν Ιορδάνου ρείθροις
ίνα βροτών εκπλύνει τα παραπτώματα.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φωνή προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα· καί τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανείς Χριστέ ὁ Θεός, καί τόν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.


Άγιος Βασίλειος ο Μέγας

Ο Άγιος Βασίλειος, γεννημένος το 330μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου από γονείς ευγενείς με δυνατό χριστιανικό φρόνημα, έμελλε να γίνει Μέγας πνευματικός διδάσκαλος και κορυφαίος θεολόγος και Πατέρας της Εκκλησίας, αφού η χριστιανική του ανατροφή και η πνευματική του πορεία τον οδήγησαν στην Θεία θεωρεία του Αγίου Ευαγγελίου, και στην αυστηρή ασκητική ζωή, παράλληλα με το ποιμαντικό, παιδαγωγικό και φιλανθρωπικό του έργο.
Ο πατέρας του Βασίλειος ήταν καθηγητής ρητορικής στη Νεοκαισάρεια και η μητέρα του Εμμέλεια απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων. Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Όσιος Ναυκράτιος ασκητής και θαυματουργός, η Οσία Μακρίνα και ο Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Σεβαστείας. 
Τα πρώτα γράμματα, τού τα δίδαξε ο πατέρας του. Συνέχισε τις σπουδές του στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Εκεί σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική, ρητορική και γραμματική. Οι σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια. Η ασκητική του ζωή ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια όπου φοιτούσε στην Αθήνα. Ο σοφός δάσκαλος του Εύβουλος εντυπωσιασμένος από την αυστηρή νηστεία, του Άγίου, και μετά την παραίνεση του, λέγεται ότι έγινε Χριστιανός.
Συμφοιτητές του ήταν και δύο νέοι που έμελλε να διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία. Ο ένας, φωτεινό ο Άγιος και Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας ο Θεολόγος Γρηγόριος και ο άλλος μελανό στον αντίποδα, προδότης του Ιησού, ειδωλολάτρης και διώκτης των Χριστιανών, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Κατά την διάρκεια αυτών των ετών, ο Άγιος Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέπτυξαν μεγάλη και ισχυρή φιλία. Ταυτόχρονα με τις σπουδές τους, είχαν  ιεραποστολική δράση. Διοργάνωναν  χριστιανικές συγκεντρώσεις, στις οποίες ανέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ίδρυσαν επίσης και τον πρώτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.
Επέστρεψε στην Καισαρεία το καλοκαίρι του 356μ.Χ. και συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358 μ.Χ. επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, καθώς και με την παρότρυνση της αδερφής του Μακρίνας, βαπτίζεται Χριστιανός, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Αποσύρθηκε λοιπόν σε ένα κτήμα της οικογενείας του στον Πόντο. Χαρακτηριστικό της μεγαλοψυχίας του είναι, ότι μετά την βάπτιση του δώρισε στους φτωχούς και στην εκκλησία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία, επιθυμώντας να συναντήσει πολλούς ασκητές και μοναχούς για να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τους.  Όταν γύρισε στο Πόντο από το ταξίδι αυτό, μοίρασε και την υπόλοιπη περιουσία του και αποσύρθηκε στο κτήμα του επιθυμώντας να ζήσει πλέον ως μοναχός. Εκεί έγραψε τους: «Κανονισμούς δια τον Μοναχικόν βίον», κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή στα μοναστήρια μέχρι τις μέρες μας. Με την υψηλή του κατάρτιση στην Ορθόδοξη Πίστη και τον ασκητικό, θαυμαστό του βίο, η φήμη του Αγίου Βασιλείου εξαπλώθηκε με τον καιρό σε όλη την Καππαδοκία. Έτσι και ο Μητροπολίτης της Καισαρείας Ευσέβιος πραγματοποιώντας την Θεία Βούληση αλλά και αυτή των χριστιανών της περιοχής, χειροτόνησε το 364 μ.Χ. τον Άγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Το 370 μ.Χ., μετά τον θάνατο του Ευσεβίου και σε ηλικία 41 ετών, τον διαδέχθηκε ο Άγιος Βασίλειος στην επισκοπική έδρα, με τη συνδρομή τού Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού. Επίσκοπος πλέον, ο Άγιος Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), επικοινωνώντας μέσω επιστολών με τον Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στον τόπο του ,στην περιφέρεια της δικής του ποιμαντικής ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων κακοδοξιών. Από τις επιστολές του  φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, καθώς και για την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από όλους τους πιστούς και φανερώνεται επίσης η ποιμαντική φροντίδα στα αποκομμένα και περιθωριοποιημένα μέλη της Εκκλησίας.
Στην οικουμενική Εκκλησία ο Μέγας Βασίλειος ουσιαστικά αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος γηραιός πλέον, αποσύρεται από την ενεργό δράση. Εργάζεται συνεχώς για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται με σθένος το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας.

Ο Άγιος Βασίλειος, βοηθούσε πάντοτε τους αδικημένους και κουρασμένους, τους πεινασμένους και τους αρρώστους, ανεξάρτητα από το γένος, τη φυλή και το θρήσκευμα. Έτσι το όραμά του το έκανε πραγματικότητα ιδρύοντας ένα πρότυπο και για τις μέρες μας κοινωνικό και φιλανθρωπικό σύστημα, τη «Βασιλειάδα». Ένα ίδρυμα που λειτουργούσε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο και ξενώνας για την φροντίδα και ιατρική περίθαλψη των φτωχών αρρώστων και ξένων. Τις υπηρεσίες του τις πρόσφερε το ίδρυμα δωρεάν σε όποιον τις είχε ανάγκη. Το προσωπικό του ιδρύματος αυτού ήταν εθελοντές που προσφέρανε την εργασία για το καλό του κοινωνικού συνόλου. Ήταν ένα πρότυπο και σε άλλες επισκοπές  και στους πλουσίους ένα μάθημα να διαθέτουν τον πλούτο τους με ένα αληθινά χριστιανικό τρόπο. Πραγματικά είναι άξιο θαυμασμού η έμπνευση που είχε ο Άγιος Βασίλειος ,τον 4οαιώνα μ.Χ. να ιδρύσει και να λειτουργήσει ένα τέτοιο ίδρυμα - πρότυπο.
Καταπονημένος από την μεγάλη δράση που ανέπτυξε σε τόσους πολλούς τομείς ,εναντίον των διαφόρων κακοδοξιών και ειδικά της αιρέσεως του Αρειανισμού, μη διστάζοντας πολλές φορές να αντιταχθεί με την εκάστοτε πολιτική εξουσία, με όπλα του την πίστη και την προσευχή, με τα κηρύγματα και τους λόγους του, με τα πολλά ασκητικά και παιδαγωγικά συγγράμματα, καθώς και την ασκητική ζωή του ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας παραδίδει το πνεύμα στο Θεό την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. σε ηλικία 49 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχει και ένα πλήθος ανομοιογενές από άποψη θρησκευτικής και εθνικής διαφοροποιήσεως. Το υψηλής σημασίας θεολογικό και δογματικό του έργο καθώς και η λειτουργική και πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση, είναι η μεγάλη παρακαταθήκη που μας άφησε. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία την 1ην Ιανουαρίου.  Από το 1081μ.Χ. ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης Ιωάννης Μαυρόπους (ο από Ευχαΐτων) θέσπισε έναν κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου, ως προστατών των γραμμάτων και της παιδείας.
Με σοφία, στο απολυτίκιο του αναφέρεται η φράση «... τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας...». Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στον Επιτάφιο για τον καλό και Μέγα φίλο του Άγιο Βασίλειο, αποδίδει σ' αυτόν, με την ποιητική και βαθιά στοχαστική ματιά του, το χαρακτηρισμό «παιδαγωγός της νεότητος».

Ο Μ. Βασίλειος, εκτός των άλλων θαυμάσιων και Θείας εμπνεύσεως έργων του, έγραψε και την εκτενή  και κατανυκτική Θεία Λειτουργία, που, μετά την επικράτηση της συντομότερης Θείας Λειτουργίας  του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τελείται 10 φορές το χρόνο:
την 1η Ιανουαρίου (όπου γιορτάζεται και η μνήμη του),
τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής,
τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων,
την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.





Λίγα θαυμαστά γεγονότα από τον βίο του Αγίου

Ιουλιανός ο Παραβάτης

Όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης,  ο ασεβής και διώκτης των Χριστιανών, θέλησε να πάει στην Περσία να πολεμήσει πέρασε κοντά από την Καισαρεία. Ο Άγιος Βασίλειος γνωρίζοντας τον από την Αθήνα όπου ήταν συμφοιτητές πήγε μαζί με τον λαό να τον τιμήσει. Ο Ιουλιανός απαίτησε να του δωρίσει, αφού ο Άγιος δεν είχε τίποτε άλλο, τρεις από τους κριθαρένιους άρτους του. Ο Άγιος το έκανε και ο Ιουλιανός διέταξε τους υπηρέτες να ανταμείψουν τη δωρεά και να δώσουν χόρτο από το λειβάδι. Ο Άγιος Βασίλειος βλέποντας την καταφρόνηση του βασιλιά του είπε «εμείς, βασιλιά ότι μας ζήτησες από κείνο που τρώμε σου το προσφέραμε κι εσύ μας αντάμειψες από κείνο που τρως». Τότε ο Ιουλιανός θύμωσε πάρα πολύ και απείλησε, ότι όταν θα επιστρέψει από την Περσία νικητής, θα κάψει την πόλη και τον λαό θα τους πάρει δούλους. Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Βασίλειο θα τον ανταμείψει όπως πρέπει.
Ο Άγιος Βασίλειος όταν πήγε στην πόλη ζήτησε από το λαό να μαζέψουν ότι πολύτιμο είχαν και να το αποθηκεύσουν κάπου έως ότου επιστρέψει ο φιλοχρήματος Ιουλιανός για να του το προσφέρουν. Ίσως κι έτσι κατευνάσουν την οργή του.
Όταν έμαθε ότι επιστρέφει ο άφρων βασιλιάς, ο Άγιος Βασίλειος ζήτησε από τους πολίτες  να προσευχηθούν και να νηστεύσουν τρεις μέρες. Μετά όλοι μαζί ανέβηκαν στο δίδυμον όρος της Καισαρείας όπου στη μια από τις δύο κορυφές ήταν ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εκεί προσευχόμενος ο Άγιος είδε σε οπτασία, μια μεγάλη ουράνια στρατιά, να κυκλώνει το όρος και στη μέση να κάθεται σε θρόνο μια γυναίκα (η Παναγία) και να δοξάζεται, η οποία γυναίκα είπε στους αγγέλους να της φέρουν τον Μερκούριο για να φονεύσει τον Ιουλιανό, τον εχθρό του υιού της. Έπειτα είδε τον Μάρτυρα Μερκούριο να φθάνει οπλισμένος μπροστά στην βασίλισσα των Αγγέλων κι όταν εκείνη τον πρόσταξε αυτός να φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του έδωσε ένα βιβλίο που ήταν γραμμένη όλη η δημιουργία της κτίσεως κι έπειτα του ανθρώπου. Στην αρχή του βιβλίου ήταν η επιγραφή «Είπε» και στο τέλος του βιβλίου εκεί που έγραφε για την πλάση του ανθρώπου ήταν η επιγραφή «Τέλος». Μόλις είδε την οπτασία αυτή ο Άγιος ξύπνησε.
Το νόημα της οπτασίας του βιβλίου, ήταν ότι ο Άγιος Βασίλειος έγραψε, όντως, ερμηνεία στην Εξαήμερον του Μωϋσέως στην οποία διηγείται, πως ο Θεός εποίησε τον ουρανό, την γη, τον ήλιο, την σελήνη, τη θάλασσα, τα ζώα και όλα τα αισθητά κτίσματα. Όταν όμως, έμελλε να γράψει και για την έβδομη ημέρα κατά την οποία ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα, τότε ο Μέγας αυτός Άγιος άφησε την τελευταία του πνοή στη γη και πήγε στους ουρανούς να συναντήσει τον Κύριον του που με δύναμη  αγάπησε και που γι' Αυτόν μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα που έζησε έπραξε τόσα πολλά και τόσο μεγάλα. Το έργο του συμπλήρωσε κατόπιν ο αδελφός του ο Άγιος Γρηγόριος ο Αρχιεπίσκοπος Νύσσης, που έγραψε για την έβδομη ημέρα της πλάσεως του ανθρώπου.
Όταν ο Άγιος είδε την οπτασία, πήγε στην πόλη με μερικούς κληρικούς, στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, όπου μη βρίσκοντας το λείψανο του Αγίου και τα όπλα του που φυλάσσονταν στον Ναό έναν αιώνα αφότου μαρτύρησε επί της βασιλείας του Βαλεριανού και Βαλερίου, κατάλαβε τι είχε συμβεί κι έτρεξε αμέσως στο λαό να τους ειδοποιήσει ότι ο άφρων Ιουλιανός φονεύθηκε.
Βλέποντας το θαύμα οι Χριστιανοί και την παρρησία του Αγίου Βασιλείου δεν θέλησαν να πάρουν πίσω την περιουσία που είχαν αποθηκεύσει για τον τύραννο Ιουλιανό. Ο Άγιος όμως αφού τους επαίνεσε για την πράξη τους, το ένα τρίτο του ποσού τους το έδωσε και τα υπόλοιπο ποσό το διέθεσε για να κτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροτροφεία και ορφανοτροφεία.

Ουάλης

Μετά τον Ιουλιανό τον παραβάτη, βασίλευσε ο θεοσεβής Ιοβιανός μόνο για ένα χρόνο και κατόπιν τη βασιλεία παρέλαβαν ο Ουαλεντιανός και ο αδελφός του Ουάλης που ήταν αιρετικός, οπαδός του Αρειανισμού και διώκτης των Ορθοδόξων Χριστιανών. Ο Ουάλης αφού πήρε με το μέρος του όλους τους επισκόπους, θέλησε να κάμψει και τον Μέγα Βασίλειο που έμαθε ότι ήταν ανένδοτος. Έστειλε δύο δικούς του ανθρώπους, οι οποίοι με απειλές προσπάθησαν να αποδεχθεί ο Άγιος τις αιρετικές και βλάσφημες δοξασίες του Αρείου. Ο ένας, μάλιστα ο άρχοντας Μόδεστος αφού γύρισε άπραγος στον βασιλιά του είπε ότι, ευκολότερο είναι να μαλακώσει κανείς το σίδηρο παρά την γνώμη του Βασιλείου. Ακούγοντας αυτά ο βασιλιάς Ουάλης θέλησε να πάει ο ίδιος στον Μέγα Βασίλειο. Αυτό και έκανε. Ήταν η μεγάλη εορτή των Θεοφανείων, όταν έφθασε ο βασιλιάς στον Ναό. Εκεί είδε την τάξη και την ησυχία των Χριστιανών που παρακολουθούσαν, τον Άγιο Βασίλειο να τους διδάσκει, σεμνός, απέριττος, με λόγο δυνατό, γεμάτο σοφία και χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο βασιλιάς έδειξε να μετανιώνει κι αφού μίλησε με τον Άγιο, έφυγε.
Οι Αρειανοί Αρχιερείς, όμως και πάλι μετέβαλαν τη γνώμη του βασιλιά και τον έπεισαν να εξορίσει τον Άγιο. Όρισε τότε ο βασιλιάς να συντάξουν ένα κείμενο με την απόφαση της εξορίας του Αγίου. ‘Ομως, βλέποντας ότι το χέρι εκείνου που θα έγραφε την απόφαση της εξορίας, ξεράθηκε και το ίδιο του το παιδί αρρώστησε βαριά, κάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί. Και κείνος μόνο που είδε το παιδί το ίασε. Και τον Μόδεστο, ακόμη γιάτρευσε που και κείνος κινδύνευε  να πεθάνει. Αυτά είδε ο βασιλιάς και γύρισε στο θρόνο του.
Ο βασιλιάς Ουάλης αργότερα, θέλησε να χωρίσει την επαρχία της Καππαδοκίας σε δύο επαρχίες, με έδρα την Καισάρεια στη μία και τα Τύανα στην άλλη. Οι επίσκοποι αιρετικοί όπως ήταν βρήκαν ευκαιρία, γιατί συνέχεια φιλονικούσαν με τον Άγιο Βασίλειο να χωρίσουν και τις Μητροπόλεις σε δύο, ορίζοντας δικό τους Μητροπολίτη στα Τύανα. Τότε ο Άγιος με ταπείνωση τους είπε ότι η Εκκλησία δεν έχει υποχρέωση να ακολουθεί την βασιλεία, αλλά η βασιλεία την Εκκλησία, ούτε είναι πρέπον να χωρίζουν οι Μητροπολίτες, οι μιμητές του Χριστού επειδή χώρισαν οι έπαρχοι. Δεν τον άκουσαν όμως οι επίσκοποι και όρισαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Άνθιμον. Κι όχι μόνο αυτό αλλά έκλεψαν και κάποια κτήματα του Ναού του Αγίου Ορέστου που ήταν στη δικαιοδοσία του Αγίου Βασιλείου. Ο Άγιος ως μιμητής Χριστού, ειρήνευσε και αρκέσθηκε στην επαρχία της Καισαρείας. Βλέποντας ο Θεός την υπομονή του, σύντομα τιμώρησε τον Μητροπολίτη Τυάνων  Άνθιμον και ενώθηκαν και πάλι οι επαρχίες. Τότε είναι καθώς λένε ότι χειροτόνησε ο Άγιος Βασίλειος τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο Επίσκοπο στα Σάσιμα.
Αργότερα πάλι, με περίσσιο θράσος οι Αρειανοί επίσκοποι και με την άδεια του βασιλιά Ουάλη εκδίωξαν τον Ορθόδοξο Αρχιερέα της Νίκαιας και τους Χριστιανούς της πόλης και κατέλαβαν τον Μητροπολιτικό Ναό. Τότε έδρασε γι' άλλη μια φορά ο Μέγας αυτός Άγιος της Εκκλησίας μας και αφού πήρε την άδεια του βασιλιά να διευθετήσει όπως αυτός ήθελε με τον τρόπο του, αρκεί να είναι δίκαιος και για τα δύο μέρη, έφθασε στη Νίκαια και είπε να σφραγίσουν τον Ναό και οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί και αφού προσευχηθούν πρώτα οι οπαδοί του Αρείου, εάν ανοίξουν οι πύλες να πάρουν αυτοί τον Ναό, εάν όμως όχι να προσευχηθούν οι Ορθόδοξοι και εάν ανοίξουν οι πύλες να τους δοθεί και πάλι ο Ναός εάν όχι να πάει στους Αρειανούς. Συμφώνησαν όλοι και περισσότερο οι Αρειανοί αφού πλεονεκτούσαν στη περίπτωση που δεν άνοιγαν οι πύλες. Έτσι κι έγινε. Προσευχήθηκαν πρώτα οι Αρειανοί, για τρεις ημέρες. Πώς να τους ακούσει ο Υιός του Θεού, όταν αυτοί τον υβρίζουν; Οι πύλες και βέβαια έμειναν κλειστές. Μετά προσευχήθηκαν οι Ορθόδοξοι με τον Άγιο Βασίλειο στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Διομήδους, που ήταν κοντά στον Μητροπολιτικό Ναό. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος με όλο το πλήθος των Ορθοδόξων Χριστιανών πήγαν στο Μητροπολιτικό Ναό και όταν ακούσθηκε  ο Μέγας Βασίλειος να λέει «Ευλογητός ο Θεός των Χριστιανών εις τους αιώνας των αιώνων», έσπασαν οι μοχλοί και οι κλειδαριές και οι πύλες άνοιξαν. Μετά από αυτό το θαύμα ο Ναός επανήλθε στους Ορθοδόξους και πολλοί από τους πιστούς του Αρείου έγιναν Ορθόδοξοι.

Οσιος Εφραίμ ο Σύρος

  Μαθαίνοντας ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, τα θαύματα του Αγίου Βασιλείου, παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει ποιος είναι ο Άγιος. Είδε τότε στήλη πυρός που έφθανε μέχρι τον ουρανό και άκουσε μια φωνή να λέει «Εφραίμ, Εφραίμ, καθώς την πυρίνην ταύτην στήλην, τοιούτος είναι ο Μέγας Βασίλειος». Τότε γρήγορα έφυγε από την έρημο παίρνοντας μαζί του ένα διερμηνέα που να μιλάει την Ελληνική και Συριακή γλώσσα και πήγε να βρει τον Άγιο Βασίλειο. Έφθασε την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων, όταν την ώρα εκείνη λειτουργούσε ο Μέγας Βασίλειος και βλέποντας ο Όσιος Εφραίμ τα λαμπρά και πολύτιμα άμφια τα οποία φορούσε ο Άγιος Βασίλειος, θέλησε να φύγει γιατί νόμιζε ότι μάταια πήγε. Τότε έστειλε, ο Άγιος Βασίλειος ένα διάκονο να βρει στη δυτική πύλη τον Όσιο Εφραίμ και να τον φέρει στο ιερό. Ο Όσιος δεν θέλησε να πάει λέγοντας στον διάκονο, ότι μάλλον πλανήθηκε ο Αρχιερέας, γιατί αυτοί είναι ξένοι. Έστειλε πάλι τον διάκονο ο Άγιος Βασίλειος λέγοντας του να του πει «Κύριε Εφραίμ, ελθέ εις το Άγιον Βήμα, διότι σε καλεί ο Αρχιεπίσκοπος». Κατάλαβε έτσι ο Όσιος ότι στήλη πυρός ήταν ο Μέγας Βασίλειος και πήγε στο Άγιο Βήμα και αφού τον ασπάσθηκε συνομίλησε μαζί του για πνευματικά θέματα και θεία νοήματα.
Μια χάρη σου ζητώ, Άγιε Δέσποτα του είπε μέσω του διερμηνέα του ο Όσιος εφραίμ, να προσευχηθείς στον Κύριο μας να μου χαρίσει το Πανάγιο Πνεύμα την δύναμη να μιλήσω Ελληνικά. Προσευχήθηκε ο Άγιος Βασίλειος μαζί με τον Όσιο Εφραίμ και να το θαύμα. Ο Όσιος πραγματικά μίλησε Ελληνικά. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος εχειροτόνησε τον Όσιο Εφραίμ Ιερέα και τον διερμηνέα του Διάκονο.

Μιμητής Χριστού

Όταν κάποτε παρατήρησε τον τοπικό άρχοντα για μία αδικία που έκανε σε μια χήρα γυναίκα, κι αφού ο άρχοντας δεν συμμορφώθηκε, αναγκάσθηκε ο Άγιος να του πει, ότι όπως έμενε ασυγκίνητος στις εκκλήσεις αυτής της αδικημένης γυναίκας έτσι κάποιοι θα μένουν ασυγκίνητοι όταν αυτός ο ίδιος θα έχει την ανάγκη τους. Έτσι έγινε όταν ο βασιλιάς του έδειξε την οργή του, οδηγώντας τον σιδηροδέσμιο οι στρατιώτες του στις πόλεις για να πληρώσει τις αδικίες που είχε κάνει. Τότε κατάλαβε την πρόρρηση του αγίου και παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και  τον Θεό να τον λυπηθεί. Ο αμνησίκακος Άγιος προσευχόμενος στον Θεό και μόνο με την ευχή του ηρέμησε το βασιλιά και μετά από έξι μέρες αφ' ότου ο δυστυχής άρχοντας παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο έφθασε γράμμα από το βασιλιά όπου τον ελευθέρωνε. Μ' αυτό τον τρόπο συνετίσθηκε ο άρχοντας κι αναγνώρισε την καλωσύνη του Αγίου τον οποίο κι ευχαρίσθησε. Και στη γυναίκα που είχε αδικήσει έδωσε διπλάσιο το ποσό.
     Προς το τέλος της επίγειας πορείας του, καθώς μετέβαινε στην Εκκλησία, μία αμαρτωλή γυναίκα έπεσε στα πόδια του ρίχνοντας ένα γράμμα στο οποίο έγραψε τις αμαρτίες της, γιατί ντρεπόταν η ίδια να τις ξεστομίσει και κλαίγοντας παρακαλούσε τον Άγιο να το διαβάσει και να συγχωρήσει τις αμαρτίες της. Ο Άγιος την παρηγόρησε, και είπε ότι μόνο ο Κύριος συγχωρεί τις αμαρτίες μας. Φιλεύσπλαχνος, όπως ήταν, κρατούσε το γράμμα σ' όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Στο τέλος κάλεσε τη γυναίκα και της επέστρεψε το γράμμα. Εκείνη μόλις το άνοιξε δεν βρήκε τίποτε γραμμένο, παρά μόνο ένα σημείο όπου αναφέρει ένα θανάσιμο αμάρτημά της. Κλαίγοντας πάλι τον παρακαλούσε να την λυπηθεί και να προσευχηθεί και πάλι στο Θεό να τη συγχωρήσει. Ο Άγιος Βασίλειος τότε της είπε να πάει αμέσως στην έρημο να βρει τον Όσιο Εφραίμ και να δεηθεί αυτός, στον Θεό για το αμάρτημα της. Η γυναίκα χωρίς να χρονοτριβήσει με την ευχή του Αγίου πήγε αμέσως στην έρημο. Εκεί βρήκε τον Όσιο Εφραίμ κι αφού του διηγήθηκε την ιστορία της, τον παρακάλεσε θερμά.
     Ο Όσιος όμως της αρνήθηκε, λέγοντας της να πάει στον Άγιο Βασίλειο όπου οι δικές του δεήσεις έσβησαν τις αμαρτίες της έτσι αυτός πάλι μπορεί να δεηθεί στον Κύριο και για τη μία αμαρτία που έμεινε. Να το κάνει σύντομα όμως γιατί ο Άγιος σε λίγο πεθαίνει. Εκείνη μόλις το άκουσε έφυγε τρέχοντας να προλάβει ζωντανό τον Άγιο. Όταν έφθασε, όμως η δύστυχη βρήκε το φέρετρο του και πλήθος κόσμου πάνω του. Έκλαιγε και φώναζε, ρίχνοντας το γράμμα στα πόδια του Αγίου είπε σε όλους την ιστορία. Κλαίγοντας έλεγε ότι ο Άγιος μπορούσε να δεηθεί και γι' αυτή την αμαρτία αλλά την έστειλε σε άλλον. Ένας Ιερέας τότε θέλησε να δει στο γράμμα για ποια αμαρτία μιλούσε η γυναίκα. Και τότε να το θαύμα. Δεν υπήρχε στο γράμμα τίποτε γραμμένο.
     Κατά την τελευταία μέρα πάλι της ζωής του ο Άγιος και Μέγας Βασίλειος έκανε Χριστιανό τον Εβραίο γιατρό και φίλο του Ιωσήφ καθώς και όλη του την οικογένεια  με θαυμαστό τρόπο. Αφού ο γιατρός τον επισκέφθηκε, ρώτησε ο Άγιος να του πει πόσες ώρες του μένουν. Αυτός πιάνοντας τον σφυγμό του, του είπε ότι μένουν λίγες ώρες, κι ότι στη δύση του ηλίου θα πεθάνει. Ο Άγιος τότε του είπε ότι αν ζήσει μέχρι την επόμενη ημέρα τι θα κάνει. Ο Ιωσήφ του είπε ότι αν συμβεί κάτι τέτοιο να πεθάνει ο ίδιος. Καλά το λες του είπε ο Άγιος να πεθάνεις την αμαρτία και να ζήσεις εν Χριστώ. Δέχθηκε ο Ιωσήφ γιατί ήταν αδύνατο με τους φυσικούς νόμους να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όταν έφυγε ο Εβραίος, προσευχήθηκε ο Άγιος Βασίλειος στον Θεό να του παρατείνει τη ζωή και για να δώσει την πραγματική ζωή στο φίλο του Ιωσήφ και στην οικογένεια του και για να προλάβει να έρθει εκείνη η δυστυχισμένη γυναίκα, που έστειλε στην έρημο στον Όσιο Εφραίμ. Ο Θεός άκουσε τη δέηση του αγαπημένου δούλου του. Την επόμενη ημέρα το πρωΐ ζήτησε να του φέρουν τον Εβραίο γιατρό. Εκείνος αμέσως πήγε στο σπίτι του Αγίου νομίζοντας ότι θα τον βρει νεκρό. Βλέποντας όμως ότι ο Άγιος Βασίλειος ήταν ζωντανός χωρίς καν σφυγμό και ζωή στις φλέβες του έπεσε στα πόδια του κι αναγνώρισε τον αληθινό Θεό και Σωτήρα Ιησού Χριστό. Σε λίγο ο ίδιος ο Άγιος βάπτισε τον Ιωσήφ με το όνομα Ιωάννη και όλη του την οικογένεια.
     Γύρω στις δέκα ρώτησε πάλι ο Άγιος τον φίλο του «Κύριε Ιωάννη πότε θα πεθάνω;» κι εκείνος του απάντησε «όταν ορίσεις εσύ Δέσποτα»

Η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου
Κατανοώντας ο Άγιος Βασίλειος τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί και στον κλήρο και στο λαό, να παρακολουθήσουν την μακρά Θεία Λειτουργία και τις ευχές προς τον Θεό, στην όλη ακολουθία του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, παρακάλεσε τον Κύριο με νηστεία και προσευχή να του φανερώσει τον τρόπο να βοηθήσει τους πιστούς. Ο τρόπος, θαυμαστός, όπως μόνο σε έναν Μεγάλο διδάσκαλο, Πατέρα και Άγιο της Εκκλησίας θα ταίριαζε. Σε οπτασία, λοιπόν, είδε ο Άγιος, ο σοφότατος  Βασίλειος, τον Κύριο με τους Αποστόλους, να τελεί την Θεία Μυσταγωγία, λέγοντας τις ευχές όχι όπως ακριβώς είναι γραμμένες στη Θεία λειτουργία του αδελφοθέου Ιακώβου, αλλά συντετμημένες με τέτοιο τρόπο, όπως τις συνέθεσε κατόπιν ο Άγιος στη Θεία Λειτουργία του.

πηγή

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'.
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου, δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.